※
Να πέφτεις δροσιά
Στα χέρια μου,
Να κλαις
Σαν άνθρωπος
Θα ήθελε να της μοιάζει, όμως εκείνη είναι αδύναμη και ζει φοβισμένη.
Η Κάρμεν θα είχε σκοτώσει τους εραστές της, θα ΄χε τελειώσει αυτόν τον παραλογισμό Μπεά.
Όχι, εκείνη δεν μπορεί, ξυπνά με τον παραμικρό θόρυβο. Και ώσπου να επιστρέψει ο νεαρός του ορόφου, ο νους της πηγαίνει στο κακό όταν ακούει βήματα στις σκάλες. Τότε σφίγγει με τα χέρια της τα χέρια της Κάρμεν, τότε προσεύχεται όπως της έμαθαν να κάνει μικρή. Σφαλίζει τα μάτια της, τα μέλη της μαργώνουν, η καρδιά της θα σπάσει σε χίλια κομμάτια. Το ραδιόφωνο στέλνει τις μεταμεσονύχτιες αφιερώσεις. Τι πρόστυχο παιχνίδι παίζεται εκεί έξω. Έχει καταπιεί την ανάσα της, κουλουριασμένη πίσω από την πόρτα.
Κάνε κουράγιο Μπεά, κουράγιο μόνο. Που σημαίνει συλλογίσου κάτι απατηλό, κάνε όνειρα Μπεά. Θυμάσαι πώς γίνεται. Αρχικά επιστρέφεις σε μια αρχαία ηλικία, τα μάτια σου είναι αδύναμα όμως η ψυχή σου χτυπά δυνατά. Έπειτα Μπεά απαγγέλεις όλους τους στίχους και επαναλαμβάνεις τα ρεφραίν, χτυπώντας τους τοίχους, ικετεύοντας για βοήθεια. Κάνε κουράγιο Μπεά, όπως το κορίτσι του κάστρου της Ωριάς που δεν έκανε πίσω και μια κρίσιμη ώρα πάει, πέταξε Μπεά, έγινε το κατακόκκινο ρόδι πάνω στο ρούχο της νύχτας.
Η Κάρμεν τραγουδά και χορεύει μες στις ταπεινές γειτονιές. Με μια απλότητα, με την χάρη μιας αυθεντικής πριγκίπισσας. Οι τρόποι της είναι ατημέλητοι, φορά το μεσημεριάτικο φως και φαντάζει απροσποίητο σκίτσο. Όχι, όχι εκείνη δεν μοιάζει στην Κάρμεν. Για την ακρίβεια εκείνη δεν φαντάζεται τίποτε από εκείνο που λέγεται επικός ρυθμός του κόσμου. Στέκει πίσω από την πόρτα κρατώντας μια ακονισμένη λάμα. Οι βιβλιοθήκες, το παλιό σεκρεταίρ, οι καρέκλες με την ταφταδένια πλάτη την αγνοούν ή μια κάποια ώρα, όταν χάνει για λίγο την συγκέντρωσή της θα κινηθούν επιθετικά προς την μεριά της. Τότε εκείνη ξυπνά.
Όμως Μπεά πρόσεξε, δεν υπάρχουν τέλειες ιστορίες. Θυμήσου το κατακόκκινο ρόδι, όπως δωμάτια με κίτρινα σεντόνια, φαντάσματα στο σαλονάκι, γενετήσιες ορμές και δειλά παρακάλια. Θυμήσου Μπεά, εκεί δεν πρέπει να επιστρέψεις. Το χρωστάς στις προσευχές σου κάθε νύχτα, το χρωστάς στον νεαρό φοιτητή που σου χαμογελά πάντα κάνοντας έναν απότομο κρότο μες στους φωταγωγούς, Μπεά. Τρεις φορές το όνομά σου, θυμήσου την μικρή Αρμένισσα του κάστρου. Έξω έχει θόρυβο, τα αργά βήματα που ανεβαίνουν το κλιμακοστάσιο. Κάτω από τα πόδια σου Μπεά έχει ένα ποτάμι που κυλά, γεμάτο παιδικές ιστορίες και παραμύθια και ιχνογραφίες. Τα πιο τολμηρά κορίτσια περνούν εκεί τις ζωές τους, μαζεύοντας κομμάτια το όνειρο από τις γωνιές. Τα καλά κορίτσια δείχνουν χαρακτήρα και την ίδια βραδιά κοιμούνται με το φουστάνι τους σε ένα παγωμένο χωράφι έξω από το Κόσσοβο. Τα καλά κορίτσια γεννιούνται για να πεθάνουν, μένουν πάντα νέα και ολομόναχα, η ομορφιά μοιάζει για εκείνες μοναδική μοίρα, κάτι σαν θάνατος, κάτι σαν θάνατος Μπεά. Τα ακούς ακόμη τα βήματα, έρχονται και άλλα , οι λευκές σου μέρες πάει, τέλειωσαν Μπεά. Είσαι μια κούκλα της Μπανγκόγκ, είσαι βαλκάνια και στεγανή από φιλιά και τούτο το διήγημα που αφήνεις πίσω σου, δεν είναι λίγο, δεν είναι λίγο Μπεά.
Ο νεαρός φοιτητής έχει επιστρέψει από καιρό. Βυθισμένος στα βιβλία του δεν ακούει, δεν βλέπει. Ο κόσμος του είναι γεμάτος θεωρήματα, περηφανεύεται πως όλα μπορεί να τα εξηγήσει. Μες σε εκείνο το σπίτι μεγαλώνει ένας επικίνδυνος άνθρωπος, η προτομή του ξεχωρίζει κιόλας με το ασημένιο, διευθυντικό κεφάλι. Φορά μια επιχρυσωμένη μάσκα Λατίνου ιερέα και κρατά ξεφυλλισμένα τριαντάφυλλα από πράσινη πέτρα. Το νιώθεις στην βαρύτητα της σκηνής, το νιώθεις πως η ζωή σου δεν είναι θρυλική Μπεά.
Θυμήσου την μικρή Αρμένισσα που αφήνει ένα δέντρο στο πέρασμά της. Φύλα την σκοπιά σου Μπεά, τώρα δεν είσαι παιδί πια και το μαχαίρι στα χέρια σου μπορεί να κάνει τα πιο επιδέξια θαύματα. Το χρονικό αγριεύει, κάποιοι χτυπούν επίμονα την πόρτα, επίμονα χτυπούν σαν να γνωρίζουν ένα τρομερό μυστικό, σαν να κουβαλούν από μακριά ένα παλιό κιόλας νέο. Χτυπούν και εσύ Μπεά τώρα βάζεις ανάμεσα στα πράγματα μια θάλασσα και ένα φαράγγι. Παίρνεις από το χέρι την Κάρμεν που είναι δακρυσμένη μες στην καρδιά της νύχτας, ανοίγεις το παράθυρο που κοιτά κατάματα τον δρόμο. Πρώτα οι μυρωδιές του και έπειτα σπαράγματα ουρανοί, μεγαλειώδεις ανασκαφές πάνω από τα κεφάλια μας Μπεά. Εκεί γράφτηκε κάποτε η μοίρα σου, όπου να΄ναι θα εισβάλλουν Μπεά, περνώντας πάνω από τα έπιπλα, σπάζοντας τα υαλικά που ξεψυχούν τόσα χρόνια. Όμως εσύ Μπεά, διαθέτεις δυο αδύναμα φτερά και είκοσι καλοκαίρια, τόσο λίγο φορτίο, τόσο λίγο. Να με λησμονήσεις, μου φωνάζεις διαβάζοντας τους αστερισμούς, γυρεύοντας την Βερενίκη για να της αποκαλύψεις όλη την αλήθεια. Οι τελευταίες στάλες Μπεά, λίγη βροχή ακόμη και ένα βήμα, να, μπήκαν περνούν σαν χρόνια από τους διαδρόμους, υπαγορεύουν άγριους στίχους, διαθέτουν όλοι τους τα μάτια του Τηλέμαχου. Σημαίνει πως είναι όμορφοι, μα πρώτα από όλα τρομεροί. Μπεά, τώρα πρέπει να παίξεις το φύλλο σου, να το ρισκάρεις που λένε αφού ένας άγγελος μονάχα δεν αλλάζει τίποτε μες στον έρημο κάμπο. Οι κρυμμένες προτομές κοιτούν μέσα από τα χαλάσματα, τα μάτια τους είναι κατακόκκινα από μια παράξενη αγρύπνια λένε. Πες πως ξαποσταίνει μια θάλασσα εκεί κάτω Μπεά, πως είσαι το ολομόναχο ρόδι, η φωνή μες στο φαράγγι χρόνια τώρα, που χτυπά και η στιγμιαία αποπλάνηση.
Η Μπεά ταξιδεύει. Αυτή είναι η μοίρα της. Κοιμάται μες σε ξύλινα βιβλία και διανύει ατέλειωτα μίλια πάνω σε μαρμάρινο δρόμο. Χάθηκε εκείνη την νύχτα μα δεν την έπιασαν Κάρμεν. Δεν την έπιασαν επειδή την κρίσιμη στιγμή, την πιο μοιραία η Μπεά τσακισμένη από την νοσταλγία φώτισε την νύχτα της Αθήνας. Σου έχω μιλήσει τόσες φορές για το φεγγάρι του Λεοπάρντι και την ολόχρυση Καλιφόρνια, έτσι δεν είναι;
Κηλιδογραφίες είπαν. Όμως όσοι ξέρουν, παραδέχτηκαν πως, λυτρώθηκε το κορίτσι, πως εκείνη η μάνα της δεν θα τ΄αντέξει, λένε πως ο θάνατος ανακουφίζει όμως στα αλήθεια σημαίνει μια ολόκληρη ζωή αγρύπνια και θαμπές μποτίλιες. Και άλλα λένε, μα στην πατρίδα της, μια μικρή, νεανική ορχήστρα διασχίζει τους λειμώνες και τραγουδά του θανάτου. Ο στίχος λέει, «βράχος ψηλός με εξήντα στέρνες και σπηλιές.»
Η Μπεά κάποτε θεράπευσε την φίνα, ανδρική σου μελαγχολία. Την γνώρισες ελάχιστα κάποια βραδιά που μεθούσες στα πέριξ της πλατείας Καραϊσκάκη με ένδοξες στάχτες στις τσέπες σου μες στα τεμένη των Αχαιών. Έχεις δίκιο να μην θυμάσαι. Η φωνή της, λοιπόν έσπασε, πάει τώρα. Η νύχτα προπορεύεται με τα άλλα κορίτσια της που στοχαστικά και επίμονα χορεύουν. Το όνομά της, να ξέρεις ήταν αλλιώτικο, ήταν δροσιά στο μέτωπό της και πεθαμένο μακιγιάζ. Έχεις δίκιο να μην θυμάσαι. Δεν την είδες ποτέ να κλαίει.
※
©Απόστολος Θηβαίος
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.