Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: La muse Imaginaire

Πράξη θεατρική
Επί το πολύ,
Το μέγα, ελληνικό
Υπόγειο
Της
ιστορίας

Εσωτερικό υπογείου με δείγματα παλιού, αδιάσειστου χρόνου. Κάτι σκιές, κάτι πνεύματα θεατρικά περνούν και χάνονται. Οι κυρίες, -το φύλλο τους το μαρτυρούν οι σκιές που κρατούν πάντα τα γυναικεία χαρακτηριστικά – φορούν φθαρμένα, φολκλορικά φουστάνια με θυσάνους και κουδουνάκια στα στριφώματα. Οι άνδρες, ω αυτοί αποτελούν μια άλλη ιστορία. Πάει να πει πως περνούν λιγομίλητοι από τα χίλια και ένα δωμάτια εκείνου του υπογείου που σε όλη την διάρκεια της παράστασης κρατεί την ταυτότητά του αμφισβητήσιμη. Περνούν από όλα τα δωμάτια, στέκουν στην κουζίνα με διαλυμένα κορμιά, αιώνες φυσούν και τους πνίγουν. Εκείνους που άλλοτε για χάρη τους παραληρούσαν τα πλήθη της ιστορίας. Οι σκοποί παίρνουν στάση προσοχής και κάνουν βουβά παρουσιάστε. Πρόκειται για τα υπόγεια του προεδρικού μεγάρου που γράφει αδιάκοπα την ιστορία του, αλλάζοντας ενοίκους και λευκά πουκάμισα.

Σήμερα προσελήφθη ένας νέος μάγειρας. Και ως γνωστόν οι νέοι πρέπει να κερδίσουν την θέση τους, πράγμα που σημαίνει πρέπει να παλέψουν στα χαμηλότερα στρώματα ώσπου να κερδίσουν ένα μερίδιο στην αθανασία, την ευτυχία. Του ανέθεσαν το πόστο των σκουπιδιών. Διόλου άσχημα συλλογίστηκε και έσφιξε τα χέρια του κυρίου προσωπάρχη που έβλεπε στο πρόσωπο του μικρού, την παλιά του αίγλη. Ο μάγειρας, που θα αργήσει πολύ ώσπου να ασκήσει την πολύτιμη τέχνη του, δεν το βάζει κάτω. Τριγυρνά εκεί κάτω ως τις δώδεκα, ταχτοποιώντας, φροντίζοντας, καθαρίζοντας επίμονα τα τσιμεντένια πατώματα. Μοναδική του παρηγοριά όταν τον πνίγουν εκείνες οι ατμόσφαιρες, το απόσπασμα από το βιβλίο με τον λησμονημένο τίτλο. Έλεγε, λοιπόν, εκείνο το βιβλίο για ένα κορίτσι που κάθε βράδυ, σε πείσμα του πατέρα της βυθίζεται στα κατώτερα στρώματα της πόλης του, κρατώντας την ανάσα της. Όπως σε ένα φιλί, σκέφτεται ο νεαρός μάγειρας και κάνει την δουλειά του καλύτερα, γρηγορότερα, εύστοχα πολύ και με αποφασιστικότητα πως ετούτη η δύσκολη συγκυρία θα περάσει, θα δεις πως θα περάσει.

Έχει πάει οχτώ και ο νεαρός που εφεξής θα ονομάζεται Έκτορας κλέβει λίγο από τον χρόνο της βάρδιάς του. Έχει χάσει ένα ολόκληρο βασίλειο μα τίποτε δεν θυμάται. Καπνίζει το τσιγάρο του στην άκρη του διαδρόμου και ονειρεύεται όταν ακούει βήματα να σέρνονται σε εκείνο το κάτεργο. Τινάζεται, πετά το τσιγάρο του και προσπαθεί να δει στο μισοσκόταδο. Συλλογίζεται και εκλιπαρεί ρωτώντας και ρωτώντας, όπως τότε.  Ότι θα ακολουθήσει αφορά ένα όνειρο, μια πράξη έργου βιργιλικού, μια χίμαιρα που μόνον στο τέλος θα αποκαλυφθεί, εντείνοντας την τραγωδία.

 

Έκτορας: [ανήσυχος, κάπως φοβισμένος] Είναι κανείς εκεί; Κύριε προσωπάρχα; Είναι κανείς;

Δεν ακούγεται απόκριση. Τα βήματα σταματούν, κάποιος πνίγεται και βήχει.

Έκτορας:[πλησιάζει αργά, πολύ αργά, ώσπου να ακουστεί το τρίξιμο στην σκηνή] Είναι κανείς; Χρειάζεστε βοήθεια; Απαντήστε μου!

Από το σκοτάδι γεννιέται μια ανδρική φιγούρα, ηλικιωμένη και βαριά.

Φιγούρα Α΄: [βήχει, κάπου κάπου χάνει το βήμα του, στηρίζεται, συνεχίζει. ] Αυτός ο διάδρομος νεαρέ μου, προσομοιάζει στην ζωή. Κανείς φτάνει στο φως ολότελα ανεξήγητα νεαρέ, δεν νομίζετε;

Έκτορας: Δεν θα έπρεπε να είστε εδώ κύριε. Πώς βρεθήκατε;

Φιγούρα Α΄ : [γελά με την καρδιά του, κοιτάζοντας τον νέο] Δεν θα έπρεπε να είμαι εδώ; Μα ξέρετε σε ποιον μιλάτε νεαρέ μου;

Έκτορας: Η αλήθεια είναι πως όχι, ωστόσο η φωνή σας είναι γνώριμη. Πολύ γνώριμη.

Φιγούρα Α΄: Ώστε γνώριμη;

Έκτορας: Συγχωρέστε με, η αλήθεια είναι πως αδυνατώ να συγκρατήσω φυσιογνωμίες. Και εδώ κάτω, σπανίως συναντώ κάποιον.

Φιγούρα Α΄: Ναι, βέβαια, εδώ κάτω ζουν μοναχά οι ιστορίες. Τίποτε άλλο δεν έχει θέση εδώ.

Μια άλλη φιγούρα φθάνει τραγουδώντας από το βάθος του διαδρόμου. Σαν να χορεύει, συναντά τους δυο άνδρες μα δεν δείχνει να νοιάζεται. Κρατά το ποτό της και όλο χορεύει, προσέχοντας τα βήματά της.

Γυναικεία Φιγούρα: Εδώ είσαι; Μα πώς χάνεσαι έτσι; Ξέρεις, καμιά φορά θα πιστέψω πως με βαρέθηκες! [η γυναίκα γελά με ένα πηγαδίσιο γέλιο, αβαθές]

Φιγούρα Α΄: [κοιτάζει τον νεαρό, μιλά εμπιστευτικά και χαμηλόφωνα.] Τώρα υποθέτω πως γνωρίζετε το μεγάλο μου δράμα. Να έχεις κερδίσει λέει όλη την ελευθερία που σημαίνει την άδολη αγάπη του πλήθους και τώρα να σέρνεσαι σαν παιδαρέλι από μια κυρία. Τι τέλος που επιφυλάσσει η ιστορία για τους ηγέτες!

Γυναικεία Φιγούρα: [ενοχλημένη από το σχόλιο] Μπορείς να πας όπου θες! Εγώ μόνον για παρέα σε αναζητώ και επειδή καμιά φορά χάνεσαι ολομόναχος, ακούγοντας τα συνθήματα. Εσείς, [απευθύνεται στον νεαρό], εσείς ακούτε το πλήθος; Συγκεντρώθηκαν ή όχι ακόμη; Τι λένε εκεί έξω;

Έκτορας: Δεν υπάρχουν πλήθη εκεί έξω. Όλοι έχουν ξεχάσει τα πάντα. Και εσάς ακόμη, σας έχουν λησμονήσει. Λυπάμαι.

Φιγούρα Α΄: Καταλαβαίνω νεαρέ μου, καταλαβαίνω. Οι εποχές κάνουν κύκλους, φέρνουν βροχές και παρασέρνουν τις καρδιές, ξέρω.

Έκτορας: Τώρα θυμήθηκα! Μα εσείς είστε ο κ. Α., για εσάς οι δρόμοι σαρώθηκαν και γράφτηκαν αρκετές σελίδες από γνήσιο, πολιτικό δράμα. Μεγάλη μου τιμή! Και η κυρία; Να υποθέσω η σύντροφός σας; Κυρία μου, τιμή μου!

Φιγούρα Α΄: Αρκετά παιδί μου, αρκετά. Έχεις μια δουλειά να κάνεις και εμείς σε απασχολούμε. Να μας συγχωρείς μα δεν συναντούμε κόσμο εδώ κάτω στα υπόγεια. Καμιά φορά ακούμε τους ηγέτες που ανεβαίνουν τις σκάλες, θέλω να τρέξω να τους πω, τι πρόκειται να συμβεί, όμως αυτός εδώ ο κόσμος δεν έχει διέξοδο, νεαρέ μου.

Γυναικεία Φιγούρα: [φέρνει μια βόλτα με το φουστάνι της] Στο πολύ πέλαγο αγάπη μου, στο πολύ πέλαγο, εκεί που ταξιδεύουν οι εποχές και στην μεγάλη νύχτα των αιώνων, αγάπη μου! [η γυναίκα τραγουδά, η φωνή της αντηχεί μες στους διαδρόμους] Η αλήθεια είναι πως από όλες τις πρώτες κυρίες εγώ φόρεσα τα καλύτερα φορέματα, χόρεψα στις λαμπρότερες πίστες, τα κατάφερα καλά. [χάνεται ύστερα καθώς χορεύει και χορεύει και χορεύει]

Φιγούρα Α΄ : [βαδίζει λίγα βήματα και έρχεται στο φως της σκηνής. Μοιάζει πολύ με κάποια εξαίσια, πολιτική φιγούρα, από εκείνες που σημάδεψαν την ιστορία του Γένους.] Ξέρετε, θα ήθελα να σας εξομολογηθώ κάτι. Ίσως αργήσω να συναντήσω κάποιον ξανά εδώ κάτω. Και οι ίσκιοι, ακόμη και αυτοί φθάνει μια στιγμή και ξοδεύονται. Μεταμορφώνονται στις χαλκίδες των θεών και βουτούν ίσια μες στους γκρεμούς. Μα έτσι, αληθινά, φαντάζουν πάντα τα ευρήματα της ζωής. Και ας είναι μονάχα λάμψεις στους αιθέρες. Λάμψεις, νεαρέ μου, φώτα καταδικασμένα να γίνουν θρύψαλα, νώθα  υαλικά φτιαγμένα για τον θάνατο. Οι πράξεις, νεαρέ μου, οι πράξεις μου υπήρξαν λίγες και αδύναμες. Δεν λέω, πως στο μαγαζί μου έβρισκε κανείς λογής λογής καθρέφτες παραμορφωτικούς, νιάτα, δύναμη, φθορά και δύναμη. Όμως δεν έβρισκε ποτέ σύνεργα για την δυσκολία της ζωής. Ποτέ, νεαρέ μου, ποτέ δεν έβρισκε παρά εκείνα που θεραπεύουν την αλήθεια, που την κάνουν ψέμα γόνιμο και ωραίο. Και επικίνδυνο. Ποτέ, νεαρέ μου δεν έβρισκε κανείς τα δυο μάτια του νεαρού Τηλέμαχου που ξεχύνεται στα χρόνια για να κερδίσει την ζωή του. Μονάχα σημαίες, πλαστικό εξαιρετικής ποιότητας, θυρεούς και μεγάλες, τραγικές ιδέες. Στο βάθος εκείνου του μαγαζιού υπήρχαν μάσκες και καθένας διάλεγε εκείνη που του αρμόζει. Όμως για του καιρού τ΄αλλάματα ούτε κουβέντα. Μόνον το χρέος και τα μάταια θαύματα, τα δίχως αντίκρισμα. Μόνον αυτά. Μα τίποτε για το κοινό και για το κύριο. Για αυτά τίποτε. Ξέρετε, έρχεται μια ώρα που τα προσποιητά ζωγραφικά έργα αποκαλύπτονται. Τότε αγαπητέ μου νέε, το μαγαζί κλείνει τα φώτα του, σφραγίζει τις εισόδους, έξω κάποιοι φωνάζουν, λένε για τις παραγγελίες της καινούριας, εθνικής μάσκας που ακυρώθηκε. Λένε πως πληρώσανε και φωνάζουν και μες στην λυρική παρόρμηση βυθίζονται που καμιά σχέση δεν έχει με την αληθινή ζωή σου. Τότε σου αποδίδουν έναν ρόλο  πλάι στον μύθο και σε ξεπερνούν. Γίνεσαι ο ήρωας μιας δυστυχισμένης ιστορίας, τα φώτα σβήνουν και οι μεταπράτες προωθούν τις καινούριες προπαγάνδες. Ποτέ και κανείς δεν γλίτωσε από αυτά τα υπόγεια. Εσείς, όμως νέε, εσείς έχετε όλα τα φόντα για την τροχιά του τόξου. Ξέρετε, τι είναι αυτό;

Έκτορας: Πρέπει να φύγω, θα με γυρεύουν.

Φιγούρα Α’: Ναι, και πιστέψτε με δεν πρέπει να σας βρουν. Τρέξτε, χαθείτε, γίνετε χρώμα και πέτρα, ντυθείτε το ξυνό, κίτρινο φως και χαθείτε προτού σας βρουν. Φιλήστε τον άγγελο που κοιμάται εντός σας, κάψτε τους χρησμούς, δώστε μια ευκαιρία στον νου σας να υπάρξει, γκρεμίστε τις σκαλωσιές που τίποτε δεν φτιάχνουν. Μην λυπηθείτε, αν ζητήσετε το αφάνταστο που κάποτε κατοίκησε αυτόν τον τόπο και δεν το βρείτε. Οι ελεγείες των ποιημάτων και οι άγιοι Βάκχοι που πέρασαν μα δεν χάθηκαν, θα σας δείξουν τον δρόμο. Μόνον, φύγετε τώρα, σε λίγο το μοντάζ τελειώνει και ακολουθούν σκληρές, ολέθριες σκηνές. Η ιστορία, νεαρέ μου, θα σας κυνηγήσει.

Ο Έκτορας βγάζει αργά την στολή του. Ακούγονται βήματα, η βάρδιά του τελειώνει. Σφίγγει τα χέρια της φιλικής σκιάς και τρέχει έξαλλος στους διαδρόμους. Διστάζει κάπως μα πείθεται πως ετούτη είναι η μόνη λύση. Έκτοτε, μονάχα θεούς αναπαυόμενους συναντά στο διάβα του και όλο γερνά. Σκοτάδι στην σκηνή.

Όταν ο εφιάλτης τελειώνει τα φώτα της σκηνής ανάβουν αργά. Ο νεαρός ανασηκώνεται από το κρεβάτι του. Έχει ξημερώσει και έξω παιανίζουν οι καινούριοι μύθοι. Ο νεαρός παγώνει, χώνεται κάτω από τα σκεπάσματά του, ένα μαρμάρινο γόητρο, πότε του πλακώνει την καρδιά και άλλοτε ξυπνά τα άγρια  ποιήματα. Το πλήθος δεν το έβλεπε, το άκουγε και το φοβόταν καθώς διαλυόταν και περνούσε σαν σύνθημα μες στις ζωές μας. Μια εκδήλωση ελάμβανε χώρα για την εξαίσια πολιτική προσωπικότητα του Α. και της κυρίας του που τόσο κομψά στάθηκε στο πλευρό του. Μια γνήσια Ερωφίλη με εξωτικό λίκνισμα. Έτσι την θυμούνται. Στο όνειρό του χρύσιζαν οι παλιές δεκαετίες και όλα θεραπεύονταν.

Ο νεαρός κατανοεί το νόημα όσων είδε. Φεύγει κιόλας σαν κάθε άστρο για άλλες χώρες και σταθμούς. Μες στο δωμάτιό του φθάνουν οι καπνοί από τα τεμένη της Ελλάδος, ωστόσο τίποτε δεν κάνουν στο φως που αιώνια διαφορίζεται Ο νεαρός ήδη διαχέεται σαν τέχνη μικρή μες στις Κυκλάδες σπουδάζοντας το πνεύμα που γεννά τα θαύματα. Τι όνειρο θεέ μου, τι όνειρο, λέει και παγώνει μες στο μικρό του διαμερισματάκι, βαλμένος ανάμεσα στην ζωή και τ΄αλλοτινό. Το όνειρό του γλιστρά και χάνεται, όπως η αύρα ενός έργου που κλειδώνεται μες στις αποθήκες της σκηνογραφίας, ακουμπισμένο ήρεμα και ειρηνικά, δίχως δόξα πάνω στα ύφαλά του, όπως συμβαίνει σε κάθε πλοίο που είχε την ακατανίκητη μοίρα να ονομάζεται Γοργώ, Γοργώ (αντηχήσεις της λέξης και ηχητικά εφέ μιας τρομερής καταιγίδας κλείνουν την παράσταση. Μονάχα όμως για λίγο, προτού εκείνη ξεκινήσει πάλι, θερμότερη και πλανεμένη απολύτως πιάνοντας το νήμα μιας άλλης δεκαετίας.)

 

*

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→