Είχα από τα δεκαοκτώ μου να βρεθώ στη γενέθλια πόλη τέτοια εποχή, βαθύ φθινόπωρο. Με την αφυπηρέτηση απελευθερώθηκε ο διαθέσιμος χρόνος για διαμονή και έγινε απαραίτητη η τακτική φυσική δραστηριότητα, πεζοπορία σε έντονο ρυθμό μια ώρα καθημερινά. Στη διαδρομή μου κοντοστάθηκα σ’ ένα τρίπατο σπίτι αρχιτεκτονικής των αρχών του ’60. Κατασκότεινο το σπίτι του θείου Άγγελου και της θείας Φανής.
Τέτοια μέρα των Ταξιαρχών κάναμε επίσκεψη οικογενειακώς στο θείο Άγγελο. Όχι, όχι δεν υπήρχε κάποια συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας. Ήταν καρδιακός φίλος του πατέρα μου. Είχαν με τον αδελφό του το διπλανό σε μας εμπορικό στην κεντρική πλατεία της πόλης. Οι αδελφοί και οι αδελφές Νικολαΐδη είχαν καλές δουλειές, που τους απoφέρανε κέρδη και μπερεκέτια, και έφτιαξαν σπίτια ζηλευτά.
Του Άγγελου και της Φανής το τρίπατο, πανταχόθεν ελεύθερο, έβλεπε στον μεγάλο δρόμο, σε δύο παρόδους και η αυλή με τον κήπο ακουμπούσε σε διπλανή μονοκατοικία. Κάθε όροφος είχε ανεξάρτητη είσοδο. Ο εορτάζων κρατούσε τον πάνω όροφο, όπου έφτανες ανεβαίνοντας την εξωτερική ελαφρώς στριφτή σκάλα με τα φαρδιά μαρμάρινα σκαλάκια το μισό μέτρο στηθαίο και κοντό κάγκελο με κουπαστή, να συναντήσεις τη φαρδιά μονόφυλλη σιδερένια πόρτα εισόδου με ημιδιάφανο κρύσταλλο, fer forgé με επαναλαμβανόμενο μοτίβο και αμφίπλευρα παραστάδες από ορθομαρμάρωση.
Το ’63 η ογδόη του Νοέμβρη έπεσε Παρασκευή. Πήγαμε με τη μαμά μου γύρω στις οκτώ με τα καλά μας. Χτυπήσαμε ευγενικά το κουδούνι που «κελαηδούσε» για να μας ανοίξουν. Η οικοδέσποινα με μαύρο κρεπ φόρεμα και δαντέλα κιπούρ στους ώμους, το κορσάζ και τα μανίκια μας, άνοιξε ακτινοβολούσα.
Μπήκαμε στο μεγάλο χολ με τα γυαλιστερά μωσαϊκά, το πορτ μαντώ με τον καθρέφτη και το έπιπλο «κουτσομπόλα» με το βαρύ μαύρο τηλέφωνο. Γύρω γύρω είναι οι τζαμωτές πόρτες των άνετων δωματίων, το καθένα με μπαλκόνι. Δεξιά μας είναι το σαλόνι που δίνει στην μεγάλη βορινή βεράντα με την πέργκολα, χαρά Θεού για τις καλοκαιρινές βεγγέρες. Γύψινες διακοσμήσεις, σαλόνι και τραπεζαρία κλασική από τους πιο καλούς επιπλοποιούς της πόλης, βαριά πολύφωτα με κρυστάλλους, χαλιά Μπουχάρα, λαμπατέρ και καλόγουστους πίνακες με αγροτικά τοπία και θαλασσογραφίες.
Ευχές κι ευχαριστίες. Παραδώσαμε τον χαλβά της ρίνας που είχε φτιάξει η μαμά και την ανθοδέσμη με τα χρυσάνθεμα, τέλος πάντων ό, τι είχαμε φέρει για τον εορτάζοντα, και βγάλαμε τα πανωφόρια.
Στο σαλόνι οι κυρίες με κόμμωση φουντωτή σαν λάχανο απ’ το κρεπάρισμα και μπόλικη λακ, χείλη κόκκινα και γυαλιστερά ενώτια, καθόντουσαν σταυροπόδι με χάρη προβάλλοντας τις μυτερές γόβες με τα ψηλά τακούνια. Όλες με το καλό τους φόρεμα κοκτέιλ, με κολιέ από πέρλες Μαγιόρκας. Ορισμένες δεν είχαν βγάλει τα μαντώ, ή τις ζακέτες του ταγιέρ συνδυασμένες με ολόκληρες ρενάρ ή ετόλ στους ώμους. Εξαρτιόταν από τι πρόθεση είχαν, να παραμείνουν επί μακρόν ή να συνεχίσουν με άλλες επισκέψεις.
Στις φθινοπωρινές γιορτές, που άρχιζαν από του Αγίου Δημητρίου μέχρι τα Χριστούγεννα, στα αστικά σπίτι οι επισκέψεις ξεκινούσαν από τις πέντε και τραβούσαν μέχρι τις δέκα-έντεκα. Ξεκινούσες από τις απομακρυσμένες περιοχές, κερνιόσουν, έπινες το λικέρ εις υγείαν -δεν ήταν δυνατό να το πάρεις μαζί σου – κάποια γλυκά τα έτρωγες, όσα ήταν σε ασημόχαρτο μπορούσες να το βάλεις στην τσάντα, και σε είκοσι λεπτά, έλεγες «και του χρόνου με υγεία» και συνέχιζες στο επόμενο φωταγωγημένο σπίτι, με το αναμμένο φως της εξώθυρας που μαρτυρούσε ότι δέχονται επισκέψεις. Όταν το σπίτι είχε πένθος δεν γιόρταζαν για κάνα χρόνο και το καταλάβαινες από το σβηστό φως στην είσοδο. Οι σύζυγοι πήγαιναν στις βραδινές επισκέψεις, όταν έκλεινε η αγορά, στους στενούς φίλους που το προγραμμάτιζαν για το κλείσιμο της βραδιάς. Αν δεν προλάβαινες να πας να χαιρετήσεις όλους τους φίλους και γείτονες, ως είχες υποχρέωση, μπορούσες να πας την επομένη και την μεθεπόμενη. Τριήμεροι οι εορτασμοί! Οι εορτάζοντες περίμεναν, δεν μπορούσες να τη βγάλεις με αστικά τηλεφωνήματα. Μόνο οι μακρινοί φίλοι ευχόταν με τηλεγράφημα ή κάρτα, ενώ οι στενοί συγγενείς με υπεραστικό τηλεφώνημα ανήμερα.
Για μας, τα παιδία, η περιοδεία της μαμάς στους εορτάζοντες σήμαινε μια καλή σοδειά σε φοντάν και περιτυλιγμένα γλυκά. Τα έφερναν στο σπίτι και κερνιόσουν έμμεσα. Μόνο σε πολύ οικείους συνόδευαν τη μαμά στις επισκέψεις και μόνο αν είχες τελειώσει με τα μαθήματα, σπάνιο πράγμα.
Τα κεράσματα ήταν τυποποιημένα. Στα πέντε με επτά λεπτά από την είσοδο του επισκέπτη προσφερόταν το λικέρ με το σοκολατάκι, τυλιχτό ή μαργαρίτα. Στον δεύτερο γύρο, γύρω στο τέταρτο της ώρας, ερχόταν το γλυκό με το νερό στο δίσκο. Το γλυκό ήταν παστάκι, ταρτάκι, καριόκα, τυλιχτός νουγκάς ή και σιροπιαστό. Στα παιδιά σέρβιραν αντί λικέρ, πορτοκαλάδα ή γκαζόζα με τυροπιτάκια. Αν δεν είχε άλλα παιδιά να κάτσεις στο καθιστικό, έπρεπε να προσέξεις μη λερώσεις. Καθόσουν βαθιά στον καναπέ, άπλωνες τα ποδαράκια ενωμένα, έστρωνε η μαμά μια δυο χαρτοπετσέτες και έτρωγες με μικρές μπουκιές, χωρίς να επεμβαίνεις στη συζήτηση των μεγάλων.
Στου θείου Άγγελου ήρθε να μας βρει και ο μπαμπάς, αφού έκλεισε το μαγαζί. Μετά τις εννιά που τελείωνε η παρέλαση των κυριών της γειτονιάς έμεναν οι στενοί φίλοι. Τότε έβαλαν μουσική στο ραδιόφωνο και έστρωσαν το τραπέζι με μεζεδάκια, κρασάκι ή ούζο. Όχι μεγάλο τραπέζωμα, ούτε μπουφέ! Κρύα πιάτα, φέτες από ρολό χοιρινού, κεφτεδάκια, ντολμαδάκια, τυρόπιτα, σαλαμικά, φέτα, κασέρι, ρωσική σαλάτα, σφιχτά αυγά και σαλάτα εποχής. Τα τραπεζώματα με τις σούπες και τα ψητά γινόταν σε άλλες ευκαιρίες, ξέχωρα από το μπες βγες των διμοιριών γειτόνων και γνωστών, είχε μεγάλη προετοιμασία.
Γρήγορα φούντωσε η συζήτηση για τα πολιτικά. Μόλις την προηγούμενη Κυριακή ήταν οι βουλευτικές εκλογές με βάση την απογραφή του 1961. Είχε επιστρέψει και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από το Παρίσι. Οι εκλογές, όμως, έφεραν την ΕΡΕ δεύτερη σε πλειοψηφία δύναμη, αν και με υψηλό ποσοστό. Οπότε ο Καραμανλής παραιτήθηκε πλέον οριστικά από τη θέση του προέδρου του κόμματος και έφυγε ξανά στο εξωτερικό, αφήνοντας αρχηγό της ΕΡΕ τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
Δεν πρέπει να ήθελαν τη συζήτηση για τα πολιτικά οι οικοδεσπότες. Παρακινούσαν τους φίλους να φάνε και να πιούνε, να κοπεί η κουβέντα. Θυμάμαι και σε μας στη γιορτή του πατέρα μου μια φορά που με τα πολιτικά έγινε φασαρία και μάλωσαν οι συγγενείς. Στεναχωρήθηκε η μάνα μου, θύμωσε ο μπαμπάς που χάλασε η ατμόσφαιρα, είπε και η γιαγιά πως στις γιορτές δεν επιτρέπονται τέτοιες συζητήσεις.
Η λήξη της γιορτής σήμανε στις έντεκα, εντεκάμιση. Δεν την καλοθυμάμαι, ήδη είχα πάρει τον πρώτο ύπνο στον καναπέ του καθιστικού, όπως και τα άλλα παιδιά. Στην επιστροφή με κουβάλησε σπίτι ο μπαμπάς στην αγκαλιά, κουκουλωμένη με την τσόχινη κάπα μου, μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Και του χρόνου πάλι των Ταξιαρχών…
Να που έφτασε μισόν αιώνα μετά το σπίτι να ρημάζει θεοσκότεινο. Οι τοίχοι ξεφλουδισμένοι, τα παντζούρια ερείπια, τα μάρμαρα ασκούπιστα, ο κήπος χορταριασμένος. Παρακμή και εγκατάλειψη. Ο Άγγελος και η Φανή δεν ευλογήθηκαν με απογόνους. Η μοίρα των σπιτιών με τα μπερδεμένα κληρονομικά. Με πλήγωσε βαθιά η εικόνα. Ένας, ένας μας είχαν αφήσει οι φίλοι του πατέρα όπως και ο ίδιος, άλλωστε. Το συγκεκριμένο ζευγάρι δοκιμάστηκε από βαριές αρρώστιες, καρδιοπάθεια, εγκεφαλικά και … άπειρη μοναξιά.
Η ευημερία δεν έσωσε κανέναν από τον θάνατο.
*
©Τασούλα Γεωργιάδου
❀
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.