Ζωή Κατσιαμπούρα. Οδός Άνω Κάτω ―από την Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου

Ζωή Κατσιαμπούρα, Οδός Άνω Κάτω, εκδόσεις Νίκας, Αθήνα 2021, σ. 142

«Άνω κάτω οι δρόμοι μας και ας τους ονειρευόμαστε ίσιους και καλοστρωμένους»

Στο βιβλίο αυτό με τον τίτλο Οδός ΑΝΩ ΚΑΤΩ η Ζωή Κατσιαμπούρα συναρμόζει σαράντα «ιστορίες», όπως η ίδια  τις ονομάζει, με κοινή πρώτη ύλη τα καθημερινά κι ανθρώπινα. Πρόκειται για το τρίτο βιβλίο που μας παραδίδει η συγγραφέας μετά τις Ιστορίες της Μανιάς και το Μαθαίνεται η ζωή;.

Μικρής φόρμας αφηγηματικά κείμενα ξεκινούν συνήθως ανάλαφρα, περιγραφικά, διαδραματίζονται σε τόπους γνώριμους – από τη Τζια, τα μέρη της Λέσβου ή την Καστοριά και φθάνουν μέχρι της Αθήνας τις γειτονιές, τα «στενορύμια» της Θεσσαλονίκης, τα κατεχόμενα της Κύπρου ή τη μακρινή μας γαλλική Σαρτρ και την καιόμενη NotreDame. Εκτεταμένος ο χώρος, διεσταλμένος ο χρόνος για να χωρέσει τα πολλά καθημερινώς συμβαίνοντα, τα οποία εμείς οι πολλοί τα παρατρέχουμε, αλλά η ματιά και η τέχνη του δημιουργού, όπως της  Ζωής Κατσιαμπούρα, τα παρατηρεί και μας τα υποδεικνύει, οπότε αποκτούν άλλες διαστάσεις, γίνονται ομιλούσες οι σιωπές, οι απλοί άνθρωποι πρωταγωνιστούν σε στιγμιότυπα σκηνοθετημένα από την τυχαιότητα, την ανάγκη, από την ίδια τη ζωή.Παντού χωράνε οι άνθρωποι με το αποτύπωμά τους.

Συγκίνηση για τόπους και σπίτια που χάθηκαν, για παράδειγμα το «βρωμοκαλόκαιρο» του ’74 στους «Πρόσφυγες» (σ. 13), πόνος ήρεμος, γι’ αυτό και καταλυτικός, για απώλειες ανθρώπων («Οι γάτες του σπιτιού» σ. 15, «Γειά σου Αντώνη» σ. 83), στοχασμός για τον «καλό μασέρ», τον χρόνο («Μασάζ» σ. 40), υποδόρια θλίψη για δύσκολες γιορτές («Χριστουγεννιάτικο δείπνο» σ. 58, «Τα Χριστούγεννα του Χρίστου» σ.90) και για την άτεγκτη φθορά  που συνοδεύει το γήρας («Η αφαίρεση» σ. 64) συναντούν τον αναγνώστη και τον παρασύρουν, ώστε  να συμμετάσχει νοητικά και  συναισθηματικά στα πάθη.

Η συγγραφέας επιλέγει άλλοτε τον ρόλο του ετεροδιηγητικού αφηγητή κι άλλοτε του ομοδιηγητικού, οπότε το βιωματικό στοιχείο είναι εντονότερο. Όποιος ρόλος όμως κι αν επιλέγεται, εντυπωσιάζουν οι συνειρμοί που «δένουν» το ατομικό με το συλλογικό, το μεμονωμένο με το καθολικό, εκφρασμένα με αρμονικές δόσεις χιούμορ και λανθάνουσας τραγικότητας. Η Ζωή Κατσιαμπούρα κατορθώνει να αφαιρεί προσεκτικά τα επάλληλα στρώματα του παλίμψηστου της ύπαρξης και να αποκαλύπτει με σεβασμό τον πυρήνα των ανθρώπινων πραγμάτων.

Ματιά ευθύβολη, λόγος περιεκτικός, γραφή λιτή, πλοκή γρήγορη και ρεαλιστική, δεν επιτρέπει τίποτε περιττό, τίποτε τυχαίο. Στα ρήματα στηρίζεται ο στιβαρός λόγος, ενώ τα επίθετα επιστρατεύονται μόνο για να χαρακτηρίσουν με ακρίβεια πρόσωπα, γεγονότα, καταστάσεις. Πρόκειται για μια έντιμη γραφή που δεν καταφεύγει σε τίποτα «δήθεν» προς πρόκληση εύκολου εντυπωσιασμού. Η συγγραφέας δεν γράφει απλώς για να γράψει.

Οι τίτλοι των αφηγημάτων άλλοτε απλοί, εκφρασμένοι συχνά με την ιδιόλεκτο του πρωταγωνιστή («Πετσετάκια, σεμεδάκια, καρεδάκια…» σ.21, ή «ΙΖόλα μισοτίμι» σ.77) κι άλλοτε ιδιαίτερης σύνθεσης, όπως «Νάρκης του άλγους δοκιμές» σ. 110, κινούνται ανάμεσα στον «Κατήφορο», που είναι ο τίτλος της πρώτης  ιστορίας, και στον «Ανήφορο», τίτλο της τελευταίας, σαν μια ανατροπή του ίδιου του βασικού τίτλου « Άνω Κάτω». Τι σημασία έχει άλλωστε η σειρά, αφού κατά την ηρακλείτεια ρήση η οδός είναι  «μία καί ωὐτή»; Ρήση που έδωσε τον τίτλο στο βιβλίο, όπως αποκαλύπτει η δημιουργός στο τελευταίο αφήγημα.

Μελετώντας τις ιστορίες αισθάνθηκα ότι η Ζωή Κατσιαμπούρα πήγε πιο πέρα από το απόφθεγμα του Τερέντιου  «Homo sum; Humani nihil a me alienum puto»  (μτφρ. «άνθρωπος είμαι· τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο»), όχι απλώς γιατί δεν της είναι ξένα τα ανθρώπινα, αλλά γιατί με τον δημιουργικό της τρόπο και την προσέγγιση της ενσυναίσθησης τα έκανε δικά της κι ευτυχώς και δικά μας!

*

©Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου