Ασημίνα Λαμπράκου, τ᾿ ἄνθη ἀνοίγουν τὸ μοναδικὸ παράθυρο(¹)

(ειδάλλως: ονόματα αφορμή σκέψεων για το «εις μνήμην», τελικά)

είχα, θυμάμαι, λάβει μια πρόσκληση να συμμετέχω σε ένα αφιέρωμα για τον Καρούζο χάρηκα και το άφησα να φανεί
σύντομα ωστόσο και κατά το ό,τι με χαρακτηρίζει, γέμισα αμφιβολίες αν και πώς θα τα κατάφερνα
όμως, πριν καν προλάβω να κάνω την ανησυχία λόγο, είχα σκαρώσει δύο ποιήματα
τα ονόμασα «συνομιλίες»
σε δεύτερη ματιά, αλλάζω τον τίτλο σε «αντινομίες» καθώς μάλλον του αντιμιλώ όπως τον κουβεντιάζω
είναι ο τρόπος μου βλέπεις κι οφείλεις να τον δεχτείς, ίσως κι εγώ
αυτόν έχω και πρέπει να προβάλω
διότι:

στήθη που να βρω / χαμόγελο μεγάλο // και βλέμμα αόριστο στον ουρανό / να στείλω να προλάβω // τα λόγια σας του θαυμασμού / και τον καρτερεμό σας // πως είμαι τι ζητώ / κι εγώ στο όνειρό σας;// ναρθείτε καβαλάρηδες / και με το ντύσιμό σας // το βλέμμα μου ν’ αρπάξετε / να κάνετε δικό σας; //

νωρίς μετά, το μυαλό μου πήγε σε ένα ποίημα του Δαυίδ Μπάκα(2) και τα λόγια του Γιώργου Χ Θεοχάρη όπως παρουσίαζε το νέο, τότε, βιβλίο της Γλυκερίας Μπασδέκη, κάπως πως η ποιήτρια σατιρίζει με τον δικό της ευφυή ή ιδιοφυή τρόπο την χρησιμότητα των ζητιάνων προς την αστική τάξη (ή καθεστηκυία; αυτό δικό μου μάλλον)

ζωήρεψαν τότε στο νου μου, σκέψεις σκονισμένες που γέννησα δυο μήνες ζώντας, διαβάζοντας και όχι, και που δεν καταχώρησα παρά τις άφησα να δραπετεύσουν ή να πέσουν σαν ξεραμένα φύλλα, σώματα σάπια στη χωματερή των συλλογισμών και των συνειρμών, κ’ είδα δεκάδες χέρια σπουδαίων ποιητών να σηκώνονται αντίστροφα από τους στίχους του Δαυίδ Μπάκα, κι εν μέρει και της Μπασδέκη, να προσπαθούν να «σώσουν» τους συνειρμούς μου με τις πένες τους, τσιμπίδες του κενού, του δικού τους κενού, όσων δηλαδή ανθρώπων, από ανημπόρια, μιας χωρίς ταυτότητα αιτίας, δεν έχουν ζωή παρά ζουν φύλλα κίτρινα πεσμένα στο χώμα διαρκώς ενός φθινοπώρου χρωστούμενου όσων φοβήθηκαν ν’ αγγίξουν

έπειτα, έστρεψα προς τον κήπο που σχεδίαζα και σκέφτηκα: είμαι η φυτεύτρια, δικαίως  έτσι το κατέγραφα σε ’κείνο το ποίημα στο Solidago, και:

θα γυρνώ τον κόσμο φυτεύοντας κι ανασταίνοντας άνθη και καρπούς, λάσπη κι άνεμο και νερά ώσπου να δώσω τέλος σε μια σφαίρα γυάλινη περίκλειστη στο φως εκτεθειμένη ώρες με δεκάδες φυτά που από την ανάσα τους θα γεννούν θάνατο σε όποιον εμπιστευθεί την ομορφιά τους και θελήσει να την προσβάλει στον χώρο τους που στη ζωή στρέφουν.

__________________
(1) στίχος από το ποίημα: «Γαλάζια σπλάχνα» του ποιητή Νίκου Καρούζου
(2) αναφορά στο ποίημα του Δαυίδ Μπάκα:

Ο ζητιάνος

Κανείς διαβάτης
δεν άφησε οβολό
στη ραγισμένη παλάμη μου
κι ας είχαν όλοι
χέρια γελαστά.

από τη συλλογή: «Ο αλλοδαπός χρόνος της σιωπής»

σημειώσεις:
α) το κείμενο χρησιμοποιεί υπερσυνδέσμους για την ενεργοποίηση των οποίων αρκεί να πατήσει κανείς ταυτόχρονα τα πλήκτρα ctrl+κλικ
β) ο υπερσύνδεσμος για το ποίημα «Γαλάζια σπλάχνα» του Ν. Καρούζου ανοίγει, σε μένα τουλάχιστον, μια σελίδα με την ειδοποίηση: μη ασφαλής σύνδεση / προσπεράστε το / ανοίξτε και διαβάστε

*

©Ασημίνα Λαμπράκου

φωτο: Στράτος Φουντούλης