Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Fax Me Pls

Για την χρονιά που φθάνει αρμόζουν τα λόγια του Δημήτρη Μαρωνίτη.
«….
Κρατήστε ξύπνιο το μυαλό σας.
Φανείτε εις μικρόν γενναίοι…»

ήμερα το πρακτορείο δεν έστειλε ανταποκρίσεις. Κανένα σημάδι στο τηλεμοιότυπο, καμιά φωτογραφία, τίποτε έκτακτο. Σαν να σταμάτησε ο κόσμος να γυρνά. Οι διευθυντές τρόμαξαν και λογάριασαν για πρώτη και τελευταία φορά τις θέσεις τους χαμένες. Έψαχναν, ρωτούσαν, ανακάλεσαν τις άδειες του προσωπικού επειδή έτρεμαν μονάχοι τους να λογαριαστούν με το φοβερό εκείνο θέαμα.

Όταν βρήκαν κάπως τους εαυτούς τους, μάζεψαν τους υπαλλήλους που είχαν έρθει όπως μπορούσαν. Τουλάχιστον αυτοί ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις αυτού του βραδινού συναγερμού. Οι διευθυντές μιλούσαν με λόγια σταράτα, καθώς στο ακροατήριο ήδη κάποιοι ξεσπούσαν σε λυγμούς. Άλλοι αγκαλιάζονταν, κάποιος μάζευε κιόλας τα πράγματά του. Ορισμένοι είχαν εξοργιστεί και μιλούσαν στους διευθυντές με απαίσιο φρασεολόγιο, τους απειλούσαν, μερικοί ψυχραιμότεροι μπήκαν στην μέση και το πράγμα έμεινε εκεί.

Και τότε ήταν που όλοι στραφήκανε στο τηλεμοιότυπο. Ευτυχώς είχε γλιτώσει την ώρα της μεγάλης αναταραχής και τώρα μιλούσε ηλεκτρονικά, όπως οι καιροί μας.  Να την λοιπόν η ανταπόκριση που περιμένανε τόσο καιρό. Ερχόταν αργά, γραμμή την γραμμή, οι διευθυντές αγκαλιάζονταν και αυτοί με την σειρά τους. Έπειτα απέλυαν τους υβριστές, όλοι βρίσκανε την χαμένη ευτυχία. Ήταν κρυμμένη μες στο τηλεμοιότυπο. Εκείνη η συσκευή γνώριζε καλά το μυστικό που θα τους έσωζε την ζωή. Κάτι συγκλονιστικό, μια διεθνής βλάβη, μια στρατιωτική σύρραξη, κάποιος λόγος σοβαρός θα έθεσε σε παύση το δίκτυο των ανταποκρίσεων. Ο πρώτος διευθυντής αφού το μήνυμα ελήφθη, έσκισε το χαρτί και διάβασε σιωπηρά. Έπειτα, είπε στο προσωπικό να ησυχάσει και διάβασε φωναχτά.

«Τελευταία ανταπόκριση, βραδινή δεκάτη,

Ο νέος αρχηγός αφού απόλαυσε τις επευφημίες του κοινού, πέρασε στο γραφείο του. Απάντησε στους δημοσιογράφους μονολεκτικά και πόζαρε στους φωτογράφους. Έπειτα ντύθηκε το παλιό εκείνο ρούχο που φορούν οι αρχηγοί και πέρασε στο πάνθεο της υπόσχεσης.

Εμπρός από το γραφείο του τοποθετήθηκαν οι φύλακες που θα κρίνουν για πάντα ποιος έχει το δικαίωμα να μπει και ποιος όχι. Αυτός είναι ο κόσμος του αρχηγού που καμιά σχέση δεν έχει με το μεγάλο πλήθος. Είναι ένας περίκλειστος κόσμος, γεμάτες από γλάστρες και αυλικούς και γενικούς γραμματείς και κομματικές πειθαρχικές επιτροπές που εκτελούν κατά γράμμα το νόημα και την λέξη του αρχηγού. 

Η ανταπόκριση δεν έχει τίποτε άλλο να προσθέσει περί τούτου.

Στην Κριμαία μια φοβερή, φυσική καταστροφή κατάπιε όλους τους στρατούς. Το έδαφος υποχώρησε και οι στρατιώτες απέμειναν δίχως όπλα και φορτηγά και άρματα. Οι μεν ρωτούσαν τους δε και σε λίγο έπιναν ζεστό τσάι πάνω στην συνοριακή γραμμή. Η τελευταία μπερδεύτηκε στις λάσπες και τώρα τίποτε δεν τους χώριζε. Υπέροχη τροπή!

Στην Λευκωσία αργά το βράδυ φάνηκε η μεγάλη σκιά του πλήθους. Κανείς δεν γνώριζε την πορεία του. Κρατούσαν κιθάρες, διαβατήρια και τραγουδούσαν μελωδίες του βορά. Οι κάτοικοι ανταποκρίθηκαν και η ένωση είχε επιτέλους επιτευχθεί. Οι διεθνείς οργανισμοί απέμειναν άνεργοι.

Οι τυφώνες επέστρεψαν άθικτα τα σπίτια που είχαν σαρώσει πριν από μερικές μέρες. Κάθε πολιτεία βρήκε ένα πρωί εκείνα τα κτίρια στην θέση τους. Οι γείτονες συναντιόντουσαν και πάλι και τίποτε δεν είχε αλλάξει.

Στην κεντρική πλατεία της πόλης φάνηκε η προτομή του συνθέτη. Είχε μπόλικη μοναξιά και κοιτούσε αθώα τον κόσμο που άφησε. Είχε μια παγωνιά, ολότελα διαφορετική από τα τραγούδια του. Του φορέσανε κάτι γιρλάντες τριγύρω, σαν περιδέραιο ιθαγενών και έτσι λαμπρός παραμόνευε τους διαβάτες. Πλάι του χαμένες φιλενάδες μας, με ονόματα λουλούδια και σπασμένα ζυγωματικά, είκοσι καλοκαίρια και βάλε μες στο αίμα, φοιτητές, σκοτωμένοι, ναύκληροι των ωκεανών, μεγάλες και ανυποχώρητες απουσίες, οι φίλοι μας και οι γονείς και τα αδέρφια, οι τρυφερές Αχερουσίες.

Στοπ.»

Οι διευθυντές κοιταχτήκανε. Γυρέψανε επιβεβαίωση, κάπου να πιαστούν. Κανείς δεν μίλησε, μόνο σαν άρχισαν να φτάνουν αναλυτικά τα νέα, πίστεψαν πως είχε λοιπόν επικρατήσει το θαύμα. Δώσανε εντολή στο προσωπικό, οι τεχνικοί βάλανε μπρος το πιεστήριο, την κορδέλα, φθάσανε τα φορτηγά, βγήκαν τα παιδιά, γυρεύοντας αιωνίως εκείνη την δεκάρα. Μα τώρα γελούσαν με τις καρδιές τους ζεστότερες από πριν…]

Ιστορίες θα μου πείτε.  Με αβέβαιη έκβαση, λογοτεχνίες, ξενιτιές της φαντασίας μας. Βλέπετε, ακόμη και αν αλλάζουν τα χρόνια, ακόμη και αν όλα μπορούσαν λέει να γίνουν όπως τα ποθήσαμε, ο χρόνος δεν περιμένει. Τίποτε δεν λογαριάζει από την μελαγχολία της εποχής μας. Ο χρόνος μοιάζει με την μόνη ανταπόκριση που μας αγγίζει. Γεμίζει με σκόνη ετούτη εδώ την στήλη, τους διευθυντές, το προσωπικό, το τηλεμοιότυπο, εμένα τον ίδιο και απομένει αδιάφορος εμπρός σε αυτό που είπαμε πραγματικότητα, ζωή, πεδίο.  Μονάχα προχωρεί αφήνοντας πίσω του κουρνιαχτό και σιωπή θορυβώδη.

 

*

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→