Michel de Montaigne, Δοκίμια ―κυκλοφορεί [απόσπασμα]

(Τόμοι Α’, Β’, Γ’ σε κασετίνα) Μετάφραση: Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής ―Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Περιγραφή
O Γάλλος στοχαστής Μισέλ ντε Μονταίνι (1533 –1592), όταν αποτραβήχτηκε στον πύργο του εγκαταλείποντας την θέση του στο Κοινοβούλιο του Μπορντώ, παραμένοντας όμως δημόσιο πρόσωπο, απειλούμενο αλλά και σεβαστό στους Θρησκευτικούς Πολέμους που συντάραζαν επί δεκαετίες τη Γαλλία, αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο «καλής πίστης», αφιερωμένο «στην προσωπική ωφέλεια των συγγενών και φίλων». Εμπλουτίζοντας και επεκτείνοντας το κείμενό του κατά τα τελευταία είκοσι δύο χρόνια της ζωής του με θέματα που δημιουργεί η ροή του βίου, ερωτήματα καθημερινά πλάι σε ουσιώδη, πρόσθεσε στην παγκόσμια γραμματεία το «δοκίμιο», δηλαδή τις διαδοχικές προσπάθειες να δοθούν απαντήσεις, ενώ δεν λείπουν οι αμφιβολίες. Σε κάθε περίπτωση, η απορία «Τι ξέρω;» (ώστε να ξέρω τι απαντώ) παρέμεινε παρούσα, ένα παιχνίδι που δεν έχει πάψει να αναζητεί τους παίκτες του.

Με συνομιλητές προσωπικότητες της εποχής του, με αναφορές στην αρχαία ελληνική και λατινική σκέψη, ο Μονταίνι δεν απέφυγε να εγγραφούν τα τρία «βιβλία» των δοκιμίων του στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων (Index) της Καθολικής Εκκλησίας, και εκεί έμειναν επί αιώνες.

Η παρούσα έκδοση είναι η πρώτη πλήρης μετάφραση του έργου στα ελληνικά και υποστηρίζεται από υποσημειώσεις και σχόλια.

✳︎

Απόσπασμα

EIΣAΓΩΓH 

ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ, Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΤΟ ΈΡΓΟ

Οι καιροί 

[…]Κατά τον 16ο αιώνα η κοινωνική πραγματικότητα της Δύσης, καθοδηγούμενη από την Αντιμεταρρύθμιση, εξουσιάζεται χωρίς ουσιώδεις διαφοροποιήσεις από τη μοναρχία ―ελέω Θεού― και την Εκκλησία-φύλακα, κηδεμόνα και υπέρτατο κριτή. Στηρίζει όσο θέλει και στηρίζεται όσο συμφέρει από τους κατοίκους των πόλεων, οικονομικούς παράγοντες και πνεύματα ανήσυχα εντός των τειχών, ενώ η πλατιά άμορφη μάζα των δουλοπάροικων του παρελθόντος σχηματοποιεί τη βάση της κοινωνικής δομής που επίσημα πια ονομάζεται «λαός». 

Καθώς ο αιώνας βαδίζει προς το τέλος του, αυτή η δομή ταλαντεύεται από εσωτερικές απαιτήσεις και συγκρούσεις, ισορροπώντας αβέβαια αλλά σταθερά χάρη σε κοινές υπό συνεχή έρευνα και τεκμηρίωση αντιλήψεις που ομολογούν τις ρίζες τους στην Αρχαιότητα, αναφέρονται στην αρχαία «φώτιση», σε απόσταση από τον Αριστοτέλη του σχολαστικισμού και κοντά στον «πρωτοχριστιανό» Πλάτωνα, και οικοδομούν ευρύτερα αποδεκτή αισθητική, όπου παγανισμός και χριστιανισμός συζούν όσο κι αν εχθρεύονται μεταξύ τους. Ενώπιόν τους η Επιστήμη και η Φιλοσοφία αναιρούν νοήματα και παραδοσιακές εμμονές, ροκανίζουν τον θρόνο του Θεού και στήνουν το παλκοσένικο της ατομικότητας. 

Η μοναρχία δεν είναι τόσο ισχυρή όσο φαίνεται: της χρειάζεται ο Μακιαβέλλι για να διδάσκεται ―όσο γίνεται― και να γλιτώνει από τις μηχανορραφίες του εαυτού της, της αριστοκρατίας της, τις τρικυμίες των υπηκόων της. Άλλο τόσο ανίσχυρη είναι η Εκκλησία, στην πνευματική και πολιτική επιλογή της, ώστε να έχει ανάγκη τα συγχωροχάρτια, τα μοναχικά τάγματα, την Ιερά Εξέταση. Και ενώ οι δύο αυτές δυνάμεις, με βακτηρία αλλά και όπλα τους αριστοκράτες, τους θεοσεβείς και θεοβλαβείς, παλεύουν να συντηρήσουν τις θέσεις τους, οι κάτοικοι των πόλεων, κεφάλαιο της μοναρχίας και ποίμνιο ―κεφάλαιο― της Εκκλησίας, αφήνονται στην παραζάλη του πλουτισμού, όπου το χρήμα ―Άγιο Δισκοπότηρο― κάνει το πνεύμα αδηφάγο και ακόρεστο: ο δανεισμός αρχίζει να μεγαλουργεί, οι πόλεις συνεταιρίζονται, οι επενδύσεις στις θαλάσσιες μεταφορές απογειώνονται, το χερσαίο εμπόριο ξεσπαθώνει, το δουλεμπόριο αναπτύσσεται, το συσσωρευόμενο χρήμα έχει φτάσει για να μείνει. 

Η μοναρχία είχε μόλις εισέλθει στην υποστήριξη της περιπέτειας των Ανακαλύψεων δίχως να έχει αντιληφθεί ότι ελευθέρωνε τη δυναμική πόλεων, οικονομίας και πολιτικής ισχύος, οι οποίες θα υπονόμευαν την εξουσία της: άλλο το συμφέρον της εξουσίας και άλλο το συμφέρον των πολιτών. Η Εκκλησία, από την πλευρά της, παρακολουθούσε τη διεύρυνση των διαστάσεων του κόσμου, ικανοποιημένη που τον εκχριστιάνιζε με το καλό και με το στανιό, δίχως όμως να αντιλαμβάνεται πως θα υπέ- κυπτε στη δυναμική της εκκοσμίκευσης, η οποία σύντομα δεν θα την είχε ανάγκη και θα την παραμέριζε: άλλο το συμφέρον της προσευχής και άλλο το συμφέρον της πραγματικότητας. Η «πρόοδος» των αστών θα κατέληγε να είναι ασύμβατη με τη «συντήρηση» της μοναρχικής και της χριστιανικής εξουσίας. Αν η ασυμβατότητα δεν έγινε εμφανής σε σύντομο χρονικό διάστημα, τούτο οφείλεται στην Εκκλησία μάλλον παρά στη μοναρχία. Η Εκκλησία είχε την ευστροφία να υποστηρίξει την ενέσιμη μόρφωση των κατοίκων των πόλεων αντί της υποτέλειάς τους στη θαλάσσωση της σκέψης και των επιστημών, πράγμα που συμπαρέσυρε και μερίδα του λαού στα θρανία και ―με επιτυχία― στα πανεπιστήμια, όπου γνώριζε εκ του παρελθόντος της πώς να αναπαράγει και να καλλιεργεί τις αρχές της. Μοναρχία και Εκκλησία άπλωσαν το χέρι στο πουγκί υποταγμένων όσο και φιλελεύθερων πνευμάτων, μέτρησαν ότι η σχέση κόστους-οφέ- λους ήταν υπέρ της αποστολής στον άλλο κόσμο όσων ―μειονότητα― εξέρχονταν από τους κανόνες τους και δεν επέστρεφαν ―οι άσωτοι― στη σκέπη και προστασία τους. Εκείνες οι πολιτικές και πρακτικές δεν συντήρησαν το κοινωνικό οικοδόμημα. Ο 16ος αιώνας, από την αρχή του κιόλας, το διαφοροποίησε. Ο Λούθηρος (1483-1546) και η Μεταρρύθμιση υπήρξαν αστικές και λαϊκές έφοδοι κατά της ηγεσίας. Ο Κοπέρνικος (1473- 1543) είναι επιβεβαίωση μιας αλήθειας έξω από την εξουσία. 

Λούθηρος και Κοπέρνικος απομυθοποίησαν έναν κόσμο όπου οι κάτοικοι των πόλεων είχαν το χρήμα πάνω στο τραπέζι, ώστε, παίρνοντας και δίνοντας, να τον πλάθουν και να τον εκμεταλλεύ- ονται. Η εκκλησιαστική εξουσία θα προφυλαχτεί με την ίδρυση του τάγματος των Ιησουιτών (1534), με την Αντιμεταρρύθμιση και τη Σύνοδο του Τρέντο (1545)· το ίδιο θα πράξει η μοναρχία με εμφύλιους πολέμους και εξωτερικές επεμβάσεις. Η εποχή της Αναγέννησης ανήκε στα περασμένα. Ο Ανθρωπισμός δεν είχε καταφέρει να συνδυάσει το ρίζωμα της εξουσίας με την πίεση της βάσης· έκλινε προς τη μια ή την άλλη πλευρά, σχημάτιζε ανθρώπους έξω από το μέτρο, που προστατεύονταν για να ελέγχονται όσο δεν αποτελούσαν εμπόδια όταν ανοίγονταν στις ατραπούς των εμμονών τους. Το τέλος του αιώνα και η αρχή του 17ου θα φέρουν την ήττα του Γαλιλαίου (1564-1642), την αμφιβολία του Καρτέσιου (1596-1650). Βρισκόμαστε πια σε χρόνους κλασικούς ―οριστικοποιημένους―, με το πεδίο κατειλημμένο από τη θεοποιημένη μοναρχία, και τη μοναρχοποιημένη Εκκλησία μαχόμενη υπέρ ή κατά των καθολικών, προτεσταντικών και άλλων δυνάμεων και αποκλίσεών της. Οι αστοί και ο λαός υποχρεώνονται να περιμένουν τη σειρά τους δίχως να περιορίζουν την ανθοφορία τους. Θα περιμένουν δύο αιώνες και περισσότερο για να εισέλθουν στη φαντασίωση της Επανάστασης και της Δημοκρατίας.[…]