Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Καμφορά

φάρσα, σχεδόν μεταφυσική

  ριστοκρατικό κοιμητήριο με εξαίσια μνήματα, δείγματα γραφής μιας γλυπτικής αποτύπωσης προικισμένης με άφθαστο λυρισμό. Παίζουν ρόλο φυσικά και οι παραγγελίες των τεθλιμμένων συγγενών που ζητούν απελπιστικά ρεαλιστικά συμπλέγματα. Παράδειγμα το ταφικό μνημείο της δασκάλας με την έδρα, το κονδύλι και την βέργα της, με φούστα λίγο πάνω από το γόνατο και έκφραση ψυχικής αφοσίωσης ως τα όρια του λειτουργήματος. Η πομπή φτωχή, πάει να πει οι τέσσερις βαστάζοι με κατάμαυρα κοστούμια και άσπρα γάντια, σαν χελιδόνια. Πίσω δυο τρεις συγγενείς που κοιτάζουν επίμονα τα ρολόγια τους, που συζητούν και γελούν διακριτικά. Και πάνω πουλιά και δέντρα και κλαδιά αρχαία, σαν αυτήν εδώ την υπόθεση. Ο νεκρός ταλαντεύεται μες στο κασόνι του, σε κάθε βηματισμό κουνάει το κεφάλι του, σαν να λέει, «όχι, όχι, όχι, είναι ένα κακό όνειρο, ένας εφιάλτης». Ο νεκρός μοιάζει τόσο απελπισμένος που επιδίδεται σε έναν ύστατο μονόλογο, με την πικρή βεβαιότητα που έχει αφήσει πια πίσω του να διασώζεται σε αυτό το γλυκόπικρο σκετσάκι.

 Η σειρά του νεκρού τώρα.]

 Νεκρός: (φτιάχνει τα χέρια του μες στα λουλούδια, διακριτικά διώχνει μια μέλισσα που τον έχει υποψιαστεί από την πύλη του κοιμητηρίου κιόλας) Άι σιχτίρ πια! Με γυροφέρνεις από την ώρα που φάνηκα εδώ πέρα. Να πιεις τι; Να δοκιμάσεις τι; Προφανώς σε ενδιαφέρουν τα λουλούδια! Τόσα που είναι μάλλον ενδιαφέρουν περισσότερο και τους υπόλοιπους. Πολύ περισσότερο και από το προσωπικό μου δράμα, την τελευταία μου σκηνή που συνιστά μια τραγωδία, ένα ισάξιο φινάλε και παίζεται εδώ, ακριβώς αυτήν εδώ την στιγμή. (συγκινείται τάχα) 

Αν νοιάζονταν μια στάλα θα φρόντιζαν να μου διαλέξουν ένα άλλο κοστούμι, κάπως πιο σκούρο, με μια ιδέα λάμψης στα πέτα. Τι πειράζει και αν είναι λίγο εκκεντρικό το μαύρο μου κοστούμι; Σίγουρα θα το εκτιμούσαν αν γνώριζαν πως κόστισε μια περιουσία, σχεδιασμένο για την περίσταση. Μα ήταν ανάγκη να διαλέξουν αυτό εδώ με τον τριμμένο γιακά; (κοιτά με απαξίωση, είμαι βέβαιος πως έχουμε όλοι μας δουλέψει την συγκεκριμένη πόζα, τι λέτε;)

Δεν το είδε κανείς, μήτε η Κλαιρ που υπήρξε πάντα τόσο συνεπής στις λεπτομέρειες, ούτε η Άννα. «Κόβει το μάτι της» λέγαμε ξανά και ξανά μα έπρεπε να φθάσουμε ως εδώ για να αποδειχτεί το αντίθετο. «Όχι, όχι, όχι, είναι ένας εφιάλτης!» Πόσες φορές δεν επανέλαβα ότι είναι υψίστης σημασίας το τελευταίο ρούχο και εσείς γελούσατε με τον δικό σας τρόπο των είκοσι καλοκαιριών. Και τώρα κλαις Άννα, εκεί πίσω και κοιτάς την ώρα. Θαρρείς δεν σε είδα, έχεις την ιδέα πως τα έχω τινάξει! Μα αν ήξερες θα ήσουν πιο προσεκτική! Τώρα, πάει, έγινε, όποιος το παρατηρήσει θα σχηματίσει μια άσχημη ιδέα για τους συγγενείς. Αυτούς θα βαρύνει το φταίξιμο. Ίσως με θαυμάσουν περισσότερο, τώρα που το σκέφτομαι, που καλούμαι να παρουσιαστώ με ένα ατημέλητο κοστούμι εμπρός στον δημιουργό μου. Θα πουν, «κοίταξε αυτός θα ήταν σπουδαίος, με ατράνταχτα επιχειρήματα και αρχές έχτισε την ζωή του. Αλλιώς πού την βρήκε ο ξιπασμένος όλη ετούτη την περηφάνια με τέτοιο σακάκι, με τέτοιο τριμμένο γιακά να έρθει ως εδώ;» Και τα παπούτσια, με χτυπούν. Μωρέ δεν έχει καρδιά ο νεκρός, δεν έχει κότσια και αισθήσεις νομίζετε; Δεν είναι εκεί επάνω ακόμη, δηλαδή εδώ, το κορμί του; Ας πούμε, ένα παρατημένο αυτοκίνητο, κάτι που δικαιούται λόγω όγκου και χωρητικότητας, έναν κάποιο σεβασμό, ένα γερμένο γόνατο. Θα έπρεπε να είμαστε πιο προσεκτικοί. Και να φροντίζουμε λιγότερη αποφορά λουλουδιών που καταντάει πηγή φριχτών αλλεργιών. Μα θα πρέπει τελικά κανείς να γράψει λεπτομερώς, να καταρτίσει μια λίστα μετά από έλεγχο ενδελεχή των αναγκαίων μέτρων που θα πρέπει να περιλαμβάνει μια τελετή αποχαιρετισμού. Και προπάντων λιγότερο λουλούδια, στο τέλος αυτό το θηρίο που με βρήκε έτσι ανυπεράσπιστο θα παίξει μαζί μου, ως το τέλος. Κανείς δεν αξίζει ετούτη την αγωνία. Μα πώς να απομακρυνθεί βρε Άννα, με όλα αυτά τα λευκά τριαντάφυλλα που μου καρφίτσωσες πάνω στον κόρφο. Καδραρισμένος μες στην ιστορία αυτής της μέρας, θυμίζω ένα έργο τέχνης, δεν λέω, μα κάπως παράταιρο. Και εσείς (σκύβει και κοιτάζει τους βαστάζους) πηγαίνετε μωρέ πιο ρυθμικά, μια ιδέα πιο συντονισμένα. Μου φαίνεται πως ταξιδεύω σε επικίνδυνη θάλασσα. Είμαι βέβαιος πως η Κλαιρ δεν είπε κουβέντα για την απροθυμία μου να ταξιδέψω διά θαλάσσης. Δεν λέω, είναι χεροδύναμοι και νιώθω μια ασφάλεια πάνω στους ώμους τους μα θέλει μωρέ παιδάκι μου και λίγη χάρη ετούτη η δουλειά. Δεν σε θέλει κούτσουρο, με ξύλινα ποδάρια και μουλαρίσιο σβέρκο. Τι ξέρουν αυτοί για μένα; Πως έφθασα μια ανάσα από το ανώτατο αξίωμα, πως είχα μια ερωμένη, μια βιολετέρα που μου’κλεινε το μάτι πάντα στο σταθμό και ήξερα πως σαν κατηφορίσω τα σκαλοπάτια με περιμένουν χίλια φιλιά. Χίλια φιλιά από την βιολετέρα μου που με σιγουριά θα με ψάχνει. Ή πάλι ίσως περιμένει κάτω στον υπόγειο σταθμό έναν καθώς πρέπει κύριο που θα αγοράσει το ανθάκι της και ένας νέος έρωτας θα γεννηθεί. Δεν ξέρουν πως είχα κανονίσει μια άψογη κομπίνα και κέρδιζα αρκετά χρήματα μέσω του δανεισμού. Σε φίλους πάντα και σε γνωστούς με εγγυήσεις προσωπικές. Δεν ξέρουν πως μισούσα την γυναίκα μου και φοβόμουν σαν τον διάολο το νερό από τότε που κόντεψα να πνιγώ με ένα ποτήρι. Διψασμένος καθώς ήμουν το άρπαξα και θα σας είχα γνωρίσει πρωτύτερα αν δεν βρισκόταν η αυτοκυριαρχία μου που σε εκείνη την περίσταση δαπανήθηκε εξ ολοκλήρου. Έκτοτε μόνο αψέντι και ακριβά παλαιωμένα κρασιά, τίποτε λιγότερο. 

 Σιγά με αυτά τα κλαριά, θα μου βγάλετε κανένα μάτι. Και τότε όλοι θα πουν, «κοίταξέ τον, τι θράσος να στέκει με τέτοια πόζα εμπρός στον δημιουργό, τον κοιτάζει με μισό μάτι, ο αχρείος!».Προσέξτε λοιπόν βρε παιδιά να φθάσουμε τέλος πάντων, να φύγει και η Κλαίρη. Την περιμένει ο εραστής της, όλα τα έμαθα δυο τρεις μέρες πριν. Τώρα που το σκέφτομαι υπερέβαλα, άκου λέει, να χάσω τις αισθήσεις μου. Πάει να πει πως για όλα φταίει η Κλαιρ. Μα δεν θα γλιτώσει έτσι εύκολα από εμένα, θα ζητήσω απόσπαση και θα της κάνω το βίο μαύρο και έρημο. 

 Επιτέλους, σαν να είπαν πως φθάσαμε. Α, τι ωραία που είναι εδώ. Θα έχω ίσκιο το καλοκαίρι και σκοτεινιά τον χειμώνα και οι υπόλοιποι εδώ γύρω μοιάζουν μιας τάξης καλής, δεν είναι καθόλου λαϊκά τα μνήματα. Άιντε να βγάλεις τα μάτια σου Κλαίρη, το έκανες το καθήκον σου και γλίτωσα και εγώ τα δικά μου με τούτα τα χαϊβάνια που με κουβαλήσανε, ολότελα βαριεστημένα, δεν κατάλαβα θαρρούν, δεν άκουγα όλη ετούτη την ώρα που με ‘βριζαν, πεθαμένο άνθρωπο. Α ωραία είναι εδώ, βρε τι κάνετε; Όχι χώματα, βρε, εσύ με το φτυάρι τι κάνεις μωρέ, ένας τριμμένος γιακάς ήταν ανεκτό, μα χώματα και λάσπες, τι αστείο βρε είναι ετούτο, Άννα, Κλαίρη, πείτε τους να σταματήσουν, μωρέ λύστε μου τα χέρια, ωχ θα φταρνιστώ με τα παλιολουλούδια, όχι εντάξει, άχ, με έφαγες άτιμο θεριό. Τι καταλάβατε έτσι που πήγε το πράγμα; Με γεμίσατε αγκάθια και έχω χώμα στις τσέπες μου. Ωραία, έκτακτα, θα σας είμαι υπόχρεος εις τους αιώνας. Και λάδι; Πάνω στο καλό μου πουκάμισο; Αυτό ήταν, δεν υπάρχει καρδιά στους ζωντανούς, είναι περισσότερο νεκροί και από την κυρία δίπλα. 18 (δυσδιάκριτο), να κάνουμε ησυχία, ακόμη δεν φθάσαμε και χαλάσαμε τον κόσμο. Αλλά τι φταίω εγώ, αυτά τα χαϊβάνια φταίνε που κάνουν την δουλειά πρόχειρα. Εμπρός, ρίξτε μωρέ, έτσι θα ένιωσαν και τα δροσάτα στήθια των αγωνιστών της πλατείας του Μαγιού. Εμπρός!

 [Σκοτάδι στην σκηνή και ήχοι φτυαριού και κουβέντες που αχνοσβήνουν. Ξάφνου σιωπή και ένα δειλό φως πλησιάζει τον νεκρό. Είναι η κυρία δίπλα. Κρατάει ένα κηροστάτη και του χαμογελά πλατιά από την είσοδο μιας στοάς.]

Νεκρή κυρία: Καλώς ήλθατε! Τι καλά, μου φτιάξατε το βράδυ! Με έχει φάει η σιωπή. Βλέπετε, το βαφτίσανε αριστοκρατικό το κοιμητήριο και τώρα πια δεν έρχεται κανένας γλεντζές και από εδώ να διασκεδάσουμε. Δεν είναι και άσχημα εδώ. Πιο μέσα είναι η σάλα, πίνουμε κάτι για την παγωνιά, μην φανταστείτε. Είναι ένας χώρος σαν εκείνον τον πίνακα με το παριζιάνικο αναψυκτήριο. Το έχετε υπόψη σας φαντάζομαι. Μέρες τώρα μάθαμε πως θα ‘ρθείτε και είπαμε να δούμε τι μέρος του λόγου είστε. Το καλύτερο, συμπεράναμε. Οπότε, τι λέτε να σας ξεφορτώσω από όλα ετούτα τα λουλούδια; Μα και η φουσκάλα στο μέτωπό σας, έχω μαζί μου καμφορά. (τον φροντίζει) Έτοιμος! Ο πρώτος γύρος δικός μου. Μην ανησυχείτε, έχουμε όλο τον χρόνο του κόσμου για να επανορθώσετε. 

 [Οι δυο τους φεύγουν, εκείνη του φροντίζει το κοστούμι, κοιτάζει τον γιακά, κάνει έναν μορφασμό, εκείνος δαγκώνει τα χείλη και συλλαβίζει το όνομα Άννα. Να θυμηθεί να ρωτήσει τι απαιτείται για την απόσπαση που λέγαμε.  Έπειτα όλα γίνονται όπως δεν θα είναι ποτέ ξανά.]

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→