Αρχείο 31/03/2014
Από την μια μεριά τα σπίτια και οι άνθρωποι κι από την άλλη ο γκρεμός και τα ξωτικά. Και στη μέση η θάλασσα. Φάτσα, μέχρι εκεί που φτάνανε τα μάτια μου, καταμεσής του πελάγου, μια πέτρα να αρμενίζει. Η αρμενόπετρα. ΄Έτσι την είχανε ονοματίσει οι παλιοί, έτσι έμαθα να την λέω και εγώ.
Το σπίτι μου ήτανε δίπλα στη θάλασσα, μπροστά στη χαλικιά, αντίκρυ καταντικρύ στην αρμενόπετρα και κάθε πρωί χειμώνα, καλοκαίρι, πότε από το παράθυρο, πότε καθισμένος στην ακρογιαλιά, το πρώτο πράγμα που αντίκριζα ήτανε αυτή η γκρίζα πέτρα, πότε να φαίνεται ακούνητη και πότε να ταξιδεύει καθώς διέκρινα αχνά τους αφρούς από τα κύματα, να σπάνε απάνω.
Αρμενόπετρα την έλεγε ο κόσμος, πέτρα που αρμενίζει, που ταξιδεύει δίχως σκοπό.
Πόσο πολύ ταυτίστηκα μαζί της όταν ήμουνα μικρός, κι ακόμα αργότερα που μεγάλωσα κι έφυγα κι όπου κι αν πήγα, είχα πάντα την εικόνα της και πόσο πολύ με βοηθούσε κάθε φορά, που κάποιο μεγάλο εμπόδιο, ή πρόβλημα είχα να παλέψω στη ζωή μου, από δω κι από κει, που η μοίρα με πέταγε, πόσο πολύ με βοηθούσε όταν την έφερνα στη σκέψη μου, μοναχή κατάμονη σαν και μένα, να παλεύει με όλα τα στοιχειά της φύσης, στέλνοντας μου μυστικά πάντα το μήνυμα, ότι όλα είναι θέμα υπομονής μέσα στο χρόνο και πως μετά τη φουρτούνα, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, θα ερχόταν η γαλήνη.
Αλλά κι εγώ πόσες φορές δεν της συμπαραστάθηκα! Όταν οι άνεμοι λυσσομανούσαν και η θάλασσα φούσκωνε, σαν γιγάντια γυναίκα που εγκυμονούσε και ξεγεννούσε τεράστια κύματα κι αφρούς, που την σκέπαζαν σχεδόν και την εξαφάνιζαν από τα μάτια μου και όλη η αγωνία μου ήτανε πάλι να την ξαναδώ και τότε μετρούσα μέσα μου ώσπου να ξαναφανεί και έκανα προσευχές στο Θεό και στην Παναγία να την βοηθήσουν να τα βγάλει πέρα και μια φορά θυμάμαι η κακοκαιρία κράτησε πάρα πολύ και εγώ είχα κάνει τάμα πως αν γλίτωνε και την ξανάβλεπα σώα και αβλαβή ξανά, τότε θα πήγαινα κολυμπώντας ως εκεί για χάρη της, όπως άλλοι ανάβουν μια λαμπάδα στο μπόι τους.
Προσπάθησα να κρατήσω την υπόσχεση που έδωσα, δύο φορές. Την μια παίρνοντας κρυφά την ξύλινη σκάφη της μάνας μου και κάνοντας τα χέρια μου κουπιά ανοίχτηκα αρκετά, αλλά στην έξοδο του λιμανιού με είδανε και με προφτάσανε γυρίζοντας με ευτυχώς πίσω και την άλλη κολυμπώντας άτσαλα, σαν μικρό παιδί που ήμουνα, έχασα το θάρρος μου, κάνοντας τη σκέψη ότι υπήρχαν και σκυλόψαρα.
Έκανα χρόνια πολλά να ξαναδώ την αρμενόπετρα. Και εκείνο το τάμα δεν μπόρεσα ποτέ να το πραγματοποιήσω, σχεδόν το είχα πια ξεχασμένο, ως την ημέρα εκείνη που ξαναγύρισα εκεί, στον τόπο των παιδικών μου χρόνων και καθώς περπατούσα πάλι τη χαλικιά, μπροστά στο κλειστό κι ερειπωμένο σχεδόν σπίτι μας, έκατσα για λίγο κάτω, στην ίδια ακριβώς θέση όπως παλιά και τότε το βλέμμα μου ασυναίσθητα πήγε στην αρμενόπετρα.
Ήταν πάντα εκεί! Στο ίδιο σχήμα, στο ίδιο χρώμα, φιλική και χαρούμενη μέσα στη γαλήνη της θάλασσας. Ντράπηκα, καθώς θυμήθηκα το τάμα που είχα κάνει χρόνια πολλά πριν και σε μια στιγμιαία κρίση συνειδήσεως, ζήτησα μια βάρκα από κάποιον ντόπιο γνωστό μου και ξανοίχτηκα προς το μέρος της.
Η απόσταση που από τη στεριά δεν μου φάνταζε μεγάλη αποδείχθηκε διπλάσια και όταν κουρασμένος από το κουπί είχα πλησιάσει αρκετά, διαπίστωσα ότι η αρμενόπετρα δεν ήταν ένα μικρό βραχάκι καταμεσής του πελάγου, αλλά ένας τεράστιος γρανιτένιος βράχος συμπαγής και επιβλητικός και καθόλου δεν μου φάνηκε εγκαταλειμμένος και μοναχικός.
Πλησίασα με προσοχή γιατί ήτανε όλο κοφτερά βράχια και ακούμπησα το χέρι μου πάνω της, δεν τόλμησα να βγω έξω ολόκληρος και επέστρεψα στη στεριά με την αίσθηση ότι και πάλι το τάμα μου είχε μείνει μισό.
Όμως από κει και πέρα αυτή η υπόθεση του τάματος δεν με τυράννησε όπως παλιά που ήμουν παιδί, γιατί τώρα είχα πια μεγαλώσει κι ότι ήταν να γίνει είχε γίνει…
©Πέτρος Κυρίμης
Εικόνα: Αγνώστου, Creative Commons.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.