Αρχείο 14.7.14
Όπου μια ακόμα πιθανή αιτία τού γιατί μπορεί κάποιος να γίνει συγγραφέας.
Στη Γιάννα
Θυμότανε πολύ καλά ότι, μικρή, αν και είχε διαβάσει τους «Τρεις Σωματοφύλακες» (σε «Κλασσικά Εικογραφημένα» κι αργότερα σε κανονική έκδοση) πάντα αρνιόταν να προχωρήσει στη συνέχεια, δηλαδή στο «Μετά είκοσι έτη». Την απωθούσε η ιδέα ότι οι ήρωες στο δεύτερο αυτό βιβλίο είχαν γεράσει, οπότε, ό,τι και να τους έβαζε ο Αλέξανδρος Δουμάς να κάνουν, θα ήταν εκ προοιμίου εξωπραγματικό, αν όχι ενοχλητικό. Ηρωισμοί και κατορθώματα, ίντριγκες και συνωμοσίες, και –ακόμα χειρότερα– έρωτες και πάθη ήταν αδύνατο να ταιριάξουν σε σαραντάρηδες ή πενηντάρηδες, όπως θα είχαν πλέον καταντήσει ο Ντ΄ Αρτανιάν κι οι φίλοι του.
Αυτά στα δεκαπέντε της. Μέχρι που, κοντεύοντας η ίδια πενήντα, αποφάσισε οριστικά πως το «δουλειά – οικογένεια – σπίτι», ως κλειστό και αποκλειστικό τρίπτυχο, είχε φτάσει πια στο τέλος του. Και αφήνοντας στην άκρη τούς εφήμερους εραστές και τα βιβλία που διάβαζε, ρίχτηκε στο γράψιμο.
Της πήρε ενάμιση χρόνο να γράψει το μυθιστόρημα «Ο βασιλιάς του ουίσκι». Ήταν η ιστορία ενός γελοίου, τυχάρπαστου «πολιτικοκοινωνικού παράγοντα», ενός διάττοντος αστέρα που ελίσσεται επιτυχώς, ανεβαίνει σε υψηλά αξιώματα την εποχή της Ολυμπιάδας του 2004 και καταρρέει με πάταγο ένα χρόνο μετά, εν μέσω σκανδάλων. Γράφοντας, προσπαθούσε να «κλέβει» από τα καλύτερα βιβλία που είχε διαβάσει, κυρίως όμως αγωνιζόταν το προϊόν της να μη θυμίζει σε τίποτα τη λεγόμενη «γυναικεία λογοτεχνία». Κουράστηκε πάρα πολύ και σχεδόν χάθηκε απ’ τον κόσμο, αλλά το αποτέλεσμα την ικανοποίησε.
Βρήκε εύκολα στέγη στις εκδόσεις «Ολοφυρμός», υπόγραψε συμβόλαιο και το βιβλίο βγήκε. Οι πρώτες κριτικές ήταν ενθαρρυντικές και οι πρώτες πωλήσεις ελπιδοφόρες, και όχι μόνο για μεσήλικη πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα. Συνάμα κανονίστηκε και η παρουσίαση, με πάνελ που συμφωνήσανε με τον εκδότη. Της είπαν να δώσει κι έναν κατάλογο προσώπων που θα επιθυμούσε να κληθούν στην παρουσίαση, ώστε ο «Ολοφυρμός» να τους στείλει τις σχετικές προσκλήσεις.
Αυτή ήταν η στιγμή που περίμενε.
Τότε λοιπόν πια, ετοιμάζοντας τον κατάλογο των προσκλητέων, αποφάσισε να ομολογήσει στον εαυτό της τον αληθινό λόγο για τον οποίο είχε γράψει το βιβλίο. Δεν ήταν, όπως θα φανταζότανε ίσως κανείς, το ότι είχε μπουχτίσει με τη ζωή της. Ούτε η κρίση της μέσης ηλικίας. Ούτε η ανάγκη αναγνώρισης. Ούτε τα χρήματα, που άλλωστε δεν της έλειπαν. Ούτε και τα διάφορα «θέλω να επικοινωνήσω», «βγήκε αυθόρμητα», «είναι ο μόνος τρόπος μου να εκφραστώ», «γράφω για να μην τρελαθώ», «ελπίζω να πιάσω το σφυγμό της εποχής» και άλλα «ηχηρά παρόμοια» των συγγραφέων, πρωτοεμφανιζόμενων και μη.
Ο λόγος ήταν ότι την ενδιέφερε ένα ορισμένο πρόσωπο: ο ένας από τους δύο εραστές που είχε σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, όταν τελείωνε τη σχολή, τη μοναδική φορά στη ζωή της που εδέησε να έχει δύο εραστές συγχρόνως. Ήταν και οι δυο λίγα χρόνια μεγαλύτεροί της, αμφότεροι καλά παιδιά. Ένιωθε το ίδιο και για τους δυο, κι ας λένε τα βιβλία ότι αυτό δε γίνεται καν στον άντρα, πόσο λιγότερο στη γυναίκα. Τα βιβλία όμως κάνουνε λάθος. «Δύσκολοι, αλλά πλούσιοι καιροί για το κορμί και το μυαλό»: έτσι είχε μείνει η περίοδος εκείνη στη σκέψη της. Τελειώνοντας τη σχολή, άφησε τον ένα και στράφηκε προς τον άλλο. Παντρεύτηκε, έκανε τα παιδιά της, εργάστηκε, έβγαλε λεφτά, έβγαλε κι ο άντρας της περισσότερα, πέρασαν τα χρόνια, επήλθε η αναπόφευκτη φθορά στη σχέση τους, όπως σε όλους, απομακρύνθηκαν. Τον άλλο από τους δυο τον σκεφτότανε αραιά, αλλά σταθερά: τα αισθήματά της διατηρούνταν σχεδόν άθικτα, δεν της είχαν γίνει «ξένα και φορτικά» μέσα στη «συνάφεια», δεν είχανε ζήσει μαζί για να φθαρούνε.
Πού καί πού μάθαινε νέα από κοινούς γνωστούς, ρωτώντας δήθεν αδιάφορα, ανακατεμένα με άλλες ερωτήσεις για άλλους και για άλλες από το παρελθόν. Ήξερε πως εκείνος είχε οικογένεια και είχε φτάσει Διευθυντής σε κάποια δημόσια υπηρεσία στην άλλη άκρη της πόλης. Τίποτ’ άλλο. Αναρωτιόταν πώς θα ήταν η όψη του (πώς είναι συνήθως ένας άντρας γύρω στα 50;), πώς θα ήταν η ζωή του, αν θα ’θελε να ξαναβρεθούν. Κι αν ναι, για να κάνουν τι; Στην πραγματικότητα, και η ίδια αγνούσε όλες τις βασικές παραμέτρους.
Πάντως, γι΄ αυτό έγραψε το βιβλίο. Για να βρει ευκαιρία να καλέσει τον παλιό εραστή στην παρουσίαση. Τριάντα χρόνια μετά. (Άρα ο Δουμάς με τα «είκοσι έτη» του κάτι παραπάνω θα ήξερε, κατ΄ εξαίρεση μεταξύ των συγγραφέων). Οι άλλοι που θα φώναζε στην παρουσίαση, τόσο στο πάνελ όσο και στο κοινό, δε θα ήταν παρά το προσχηματικό παραγέμισμα, το αναγκαίο φόντο ενός πορτρέτου. Πρόσχημα εξαρχής ήταν, φυσικά, και το ίδιο το βιβλίο. Μόνο αν έχεις βιβλίο στο χέρι σου, κάνεις παρουσίαση. Και μόνο αν κάνεις παρουσίαση μπορείς να τον φωνάξεις. Αλλά αυτό μόνο στον ίδιο θα μπορούσε, να το πει. Κι αυτό ακόμα, αβέβαιο ήταν.
Βρήκε το νούμερο της δουλειάς του, του τηλεφώνησε. Εκείνος χάρηκε φανερά, δέχτηκε, ήρθε. Αυτή την ώρα της παρουσίασης, στο πάνελ, προσπαθούσε να μην καρφώνεται, τόσος κόσμος είχε έρθει για να την τιμήσει. Στο τέλος, την ώρα των συγχαρητηρίων, η θέρμη της επαφής εξαφάνισε στιγμιαία τους άλλους, εκμηδένισε δηλαδή το φόντο του πορτρέτου, αφήνοντας έτσι μόνους μοντέλο και καλλιτέχνη. Σα να σβήσανε τα φώτα απ΄ όλους τους άλλους και ν΄ απόμεινε μια δέσμη μόνο γι΄ αυτόν, όπως στο καμπαρέ.
Ανταλλάξανε τα κινητά τους, βγήκαν για καφέ. Πίνοντας, τον κοίταζε καλύτερα. Της φάνηκε κατά βάση απείραχτος, αντίθετα με το δικό της καταφθαρμένο πρόσωπο και σώμα, πάνω στο οποίο έλπιζε να εντοπίσει εκείνος παλαιάς αίγλης ψήγματα. Μίλησαν και προσωπικά– ανοίξανε αμέσως. Αυτή του αποκάλυψε το σχέδιο βάσει τού οποίου εξαρχής είχε γράψει το βιβλίο. Εκείνος θαύμασε, και – δήθεν– τη μάλωσε: «Γιατί όχι νωρίτερα; Έπρεπε μωρέ να γράψεις ολόκληρο βιβλίο, να φωνάξεις τόσον κόσμο;– Όχι ότι δε με κολακεύει, βέβαια». Αυτή του απάντησε διερμηνεύοντας και δικαιολογώντας τριάντα χρόνια τύψεων και κατέληξε: «Ήθελα να κάνω κάτι μεγάλο, ώστε να΄χω μούτρα να σε ψάξω ξανά. Εγώ σε είχα αφήσει τότε, θυμάσαι;». Ο άλλος συγκινήθηκε: «Δεν έχω ξανακούσει ποτέ μου βιβλίο να γεννιέται από τέτοιο σχέδιο».
Αργότερα, στη μέση της ίδιας συνάντησης, αναρωτήθηκαν τι θα είχε γίνει αν είχανε μείνει μαζί. «Μετά από τόσον καιρό, μάλλον θα είχαμε χωρίσει», είπαν μ΄ ένα στόμα, γελώντας. «Ενώ τώρα, έστω και μετά από τριάντα χρόνια», σκεφτόταν αυτή, «υποφώσκει μια πιθανότητα επαφής, ή ίσως –πολύ πιο δύσκολο- μιας κάποιας ερωτικής φιλίας».
Ύστερα μίλησε εκείνος: πλέον με τη γυναίκα του απλώς συστεγάζονταν, όμως την πονούσε και δε θα την άφηνε. Υπήρχε επίσης μια ερωμένη, έτοιμη να παρατήσει άντρα και παιδιά και να τρέξει κοντά του, αν εκείνος της το ζητούσε– που δεν της το ζητούσε, ούτε επρόκειτο να της το ζητήσει ποτέ, κι ούτε φυσικά την παραμύθιαζε. Και κατέληξε: «Απ΄ το μυαλό μου ποτέ δε σ΄ έβγαλα, αλλά βλέπεις πόσο μπερδεμένος είμαι. Μπαντ τάιμινγκ, που λένε. Θέλω πάντως να κρατήσουμε την επαφή». Η νεόκοπη συγγραφέας είδε πως παρά τη γρήγορη επαναπροσέγγισή τους, υπήρχαν άλλες δύο στην ουρά. Εκεί λοιπόν κι επιτόπου, στη συνοικιακή καφετέρια, αποφάσισε ότι θα ξανάφευγε αμέσως. Δεν ήθελε να δημιουργεί πρόβλημα ούτε στον άλλο, ούτε στον εαυτό της. Ξανάκλεισε, μαθημένη ήταν, και τώρα μάλιστα με μάθημα τριών δεκαετιών.
Έκτοτε δεν ξαναβρέθηκαν. Ανταλλάσσουν αραιά μηνύματα και ι μέιλ και τηλεφωνήματα, στα οποία μοιράζονται πληροφορίες για τη ζωή τους και τους δικούς τους ανθρώπους και διαβεβαιώνουν ο ένας τον άλλον για την αφοσίωσή τους. Μέχρι εκεί. Αυτή όμως στη σκέψη της τού απευθύνει ευχαριστίες, δεν ενοχλείται που δε βρίσκονται, γιατί χάρη σ΄ εκείνον άρχισε να γράφει. Μετά το «Βασιλιά του ουίσκι», δημοσίεψε κομμάτια σ΄ εφημερίδες και περιοδικά, έβγαλε το «Η βάρκα στο ποτάμι», δεύτερο μυθιστόρημα που πήγε ακόμα καλύτερα, έχει μια νουβέλα στα σκαριά, σκάλισε μέχρι και κάτι στίχους.
Όποτε φέρνει στο μυαλό της την όλη ιστορία, η σκέψη της αρχίζει πάντα έτσι: «είναι ο μόνος που ξέρει γιατί έγινα συγγραφέας». Και μετά, πάντα και μόνο στο μυαλό της βέβαια, συνεχίζει: «το ανολοκλήρωτο –ή έστω το ημιολοκληρωμένο– αυτής της σχέσης, με την τεθλασμένη και μακροχρόνια διαδρομή της: αυτό υπήρξε για μένα επαρκές κίνητρο δημιουργίας. Αν ήμασταν μαζί, μπορεί να μην είχα γράψει ποτέ». Και καταλήγει πάντα στο εξής: αφού έγινε πλέον φανερό πως κάτι παραπάνω ήξερε ο Δουμάς, ήρθε ο καιρός να διαβάσει το ρημάδι το ‘Μετά είκοσι έτη’.
©Δημήτρης Φύσσας, από το ανέκδοτο βιβλίο διηγημάτων «Αυτά και οι μετακομίσεις».
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.