Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης, Στάθι καί οἴκτιρον . . .

Αρχείο 05/11/2016

fav_separator

Ἐλάχιστε δειλέ μου φίλε, ἐσὺ ποὺ εἶδες μὲ ἀπόγνωση τὸ φῶς τοῦ ἄλλου νὰ λιποψυχῇ κι ἕνας κόσμος νὰ σειέται καὶ νὰ βασιλεύῃ, μὲ τί ἡδονὴ θὰ νιώσῃς πώς ἡ σκιὰ τοῦ γυμνωμένου δάσους δὲ θὰ σκεπάσῃ τὸ δικό σου σπίτι γιατὶ τὸ δάσος εἶναι ἀκόμη μακριά.

Τὴν ἑπομένη ἀκολούθαγες πρόσωπα χαλασμένα καὶ κόσμους ἀδιάφορους σὲ μιὰ νεκροπομπὴ ποὺ σοῦ ’δειχνε τοῦ μνήματος τ’ ἀνοιχτὸ στόμα. Κι ὁ φόβος τῆς λησμονιᾶς κουρέλιαζε τὸν νοῦ σου. Μὰ ὅταν τοῦτος ὁ ἀνόσιος ὄχλος πέρναγε δίπλα ἀπὸ τὰ μνήματα καὶ οἱ ἀπομέσα γίνονταν ἕνα μὲ τοὺς ἀπέξω, ἐσὺ εὔκολα τοὺς ξεχώρισες. Κι ἔτσι ἀνακουφίστηκες κι ἀποκαρώθηκες στὴ λήθη τοῦ δικοῦ σου θανάτου· καὶ ξεχαστήκανε οἱ τάφοι μονομιᾶς.

Φεύγοντας ἀπ’ τὸ ξόδι χτύπησες ξύλο τρεῖς φορὲς καὶ τράβηξες, γοργά, γιὰ τὴν παράδεισο μὴ θέλοντας νὰ περάσῃς ἀπ’ τὶς ἀνεξιχνίαστες δημοσιὲς τοῦ σκοταδιοῦ. Πῆγες γιὰ νάβρῃς τὴν ἀγάπη σου, νὰ παίξῃς μὲ τὶς πολύχρωμες βοές, ν’ ἀκούσῃς πουλιὰ ποὺ κελαϊδᾶνε· ὁ ζέφυρος θὰ σήκωνε εὐωδερὲς ὀσμὲς παιδιῶν καὶ
ἐφήβων τούτη τὴν ἀληθινὴ ἡμέρα. Ὅμως σὰ ζύγωσες χάθηκε στὸ ἀέρι ἡ μιλιά: εἶδες παντοῦ φυτεμένες λεμονιὲς καὶ κυπαρίσσια κι ἄκουσες τὰ πάντα νὰ βουβαίνονται· κι ἐκείνα τὰ πουλιὰ ποὺ γύρεψαν νὰ σοῦ τραγουδήσουν κι οἱ πολύχρωμες βοὲς κι ὁ ζέφυρος. Ὅλα γινήκανε μιὰ ἀφουσιά.

Ἐλάχιστε δειλέ μου φίλε, στάσου καὶ δάκρυσε τώρα ποὺ βρίσκεσαι στὸ ἀκρογιάλι μόνος σου, κοιτάζοντας τὴν κοιμισμένη θάλασσα ποὺ λάτρεψες τὰ καλοκαίρια καὶ τὰ μαλάματα τοῦ ἥλιου τὰ πολλὰ ποὺ πλούτιζαν τὴν ὥρα σου· στάσου καὶ δάκρυσε γιατὶ σὲ λίγο θ’ ἀγκαλιάσῃς τὴν ἀράγιστη γαλήνη τοῦ νεροῦ κι ὁλάκερο τὸ φῶς θὰ κυλήσῃ ἀπ’ τὰ μάτια σου.

*

© Κωνσταντίνος Χ. Χατούπης, από τη συλλογή “Δεσμώτες” ISBN: 978-618-82241-1-7
φωτο©Στράτος Φουντούλης

vintage_under2

Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε