Αρχείο 03/11/2016
Συνέχεια από το Α’ Μέρος
Τι θες να μάθεις τώρα; Κλείσε μόνο την κάμερα, δεν γουστάρω να με σημαδεύεις με αυτό το πράγμα, προτιμώ το πιστόλι. Ξέρεις πόσες φορές μου έχουν βάλει την κάννη στο μέτωπο, πόσες φορές με έχουν απειλήσει;
Από τη Μολδαβία έφυγα στα δεκαπέντε, δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Όλα ισοπεδωμένα. Ήρθε βλέπεις ο άνεμος της αλλαγής και τα σάρωσε. Έπρεπε να δουλέψω, να στέλνω λεφτά πίσω. Ένας ξάδελφος μου μου μίλησε για εκείνο το πρακτορείο, δουλειά έντιμη, μεροκάματα καλά, μαλακίες. Μόλις έφτασα σταθμό Λαρίσης με πήρε ένας συμπατριώτης μου και με οδήγησε σε μια υπόγα στην Αχαρνών, με κλείδωσε εκεί μ’ άλλες δέκα. Μέρα νύχτα με ξυλοφόρτωνε, μπουνιές, κλωτσιές, μώλωπες, εκχυμώσεις, αιμορραγίες, βλέπεις έπρεπε να με βγάλει στο κλαρί στρωμένη. Κοιμόμουνα λιπόθυμη και ξύπναγα από τον πόνο. Μετά από δύο βδομάδες άρχισα δουλειά, Φυλής, Λιοσίων, Μεταξουργείο. Κάθε δύο-τρεις μήνες άλλαζα σπίτι, ο,τι έβγαζα δικό του, που και που μου’ φερνε κάνα δωράκι για να το παίξει καλός, καμία κολώνια, κάνα μπιζουδάκι. Τον έφαγαν ένα βράδυ σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Όχι ότι λυπήθηκα, στον τάφο του όμως πήγα. Όπως τ΄ακούς. Μάζεψα τα χρέπια δύο πακέτων και τα φτυσα πάνω στο μνήμα του. Καθαρές δουλειές. Βρήκα μετά μια Ρουμάνα φίλη μου και αρχίσαμε πεζοδρόμιο. Σκαραμαγκά και Ασπρόπυργο, χωρίς προστάτες και μαλακίες, μονά ζυγά δικά μας.
Εκεί τον είδα πρώτη φορά, ήρθε και σταμάτησε μπροστά μου με τη μηχανή. Μου ζήτησε φωτιά και του έδωσα. «Θες να πάμε στην παραλία» με ρώτησε. Πρώτη φορά άκουγα έναν άνδρα να με ρωτάει κάτι διαφορετικό από την τιμή. Τι σκατά ήθελε να κάνει μαζί μου στην παραλία. «Δουλεύω» του είπα. «Τι ώρα τελειώνεις;». «Πέντε, καμιά φορά και έξι». «Εντάξει, θα έρθω στις έξι, και αν έχεις φύγει δεν πειράζει». Δεν ήρθε όμως, ήρθε μετά από τρεις μέρες. Με πήρε και φύγαμε. Στον ορίζοντα έβλεπα τα διυλιστήρια σαν μια πόλη φτιαγμένη από το μέλλον. Η θάλασσα με ηρεμούσε πάντα, ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός του σοβιετικού ναυτικού. Τα καλοκαίρια όταν ήμουν μικρή μας έπαιρνε και παραθερίζαμε στη Γιάλτα. Μετά όπως σου’ πα διαλύθηκαν όλα, η σύνταξη του δεν έφτανε ούτε για τα τσιγάρα του, ήρθε ο καρκίνος και τον αποτέλειωσε. Τη νύχτα πριν πεθάνει τον είδα στον ύπνο μου, κρατούσε ένα ψάθινο κασελάκι δώρο για τη νέα σχολική χρονιά. Και εκείνον τον είδα στον ύπνο μου ένα βράδυ, αφότου όμως σκοτώθηκε με τη μηχανή.
Εγώ έφταιγα, ήταν ένα χάραμα μετά τη δουλειά που με πήρε και πήγαμε ξανά για μπάνιο, έβγαλα τα ρούχα μου και βούτηξα, μου φώναζε να βγω έξω για να φύγουμε αλλά εγώ δεν άκουγα, ήθελα να ξεπλύνω όλη τη βρόμα της δουλειάς προτού βγω και μ΄αγγίξει. Με άφησε σπίτι και ύστερα κίνησε για το δικό του, μπροστά στο Καλλιμάρμαρο ένα αυτοκίνητο έκανε έναν επικίνδυνο ελιγμό και για να τ΄αποφύγει καρφώθηκε σε ένα στύλο. Αλλού το σώμα, αλλού το κεφάλι. Ήρθε χτες το βράδυ και με επισκέφτηκε με αυτή την παράξενη ιστορία. Σαν να ήτανε δικό του τ΄όνειρο και όχι δικό μου. Έψαχνε το βιβλίο του χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν αυτός ο συγγραφέας. Πίστευε ότι τα όνειρα μας είναι ένα παράλληλο και όχι ασύμβατο με την πραγματικότητα σύμπαν και πως οι ζωές μας είναι χωρισμένες στα δύο.
Τα χαράματα πήρα ένα ταξί και πήγα μόνη μου στην παραλία, πρώτη φορά χωρίς εκείνον. Βούτηξα μέσα και κολύμπησα όσο πιο μακρυά μπορούσα, πίστευα ότι βγαίνοντας θα τον έβλεπα πάνω στη μηχανή να με περιμένει, μα αντί να γυρίσω συνέχιζα να ξανοίγομαι όλο πιο βαθιά, να αφήνω τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν, να βλέπω τη μορφή του σιγά-σιγά ν’ αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Αποκρυσταλλωμένη, φωτεινή, ολοκάθαρη. Έτεινε το χέρι του και το γράπωσα σφιχτά ρίχνοντας όλο το βάρος μου στην αγκαλιά του.
«Που ήσουνα τόσο καιρό;»
Με ρώτησε.
«Περίμενα να σχολάσω από τη δουλειά»
Απάντησα βάζοντας τα γέλια και τα κλάματα μαζί…
*
©Αχιλλέας Σωτηρέλλος
φωτο©Στράτος Φουντούλης
Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.