Αρχείο 01/11/2016
✤
Φθάσαμε νύχτα στο παλιό λιμάνι.Έμπαινε το πλοίο και μια πυκνή, μια ομιχλώδης πολιτεία ξεπερνούσε κατά πολύ τον ορίζοντα. Εμείς προσποιούμαστε πως οι καρδιές μας είναι ασφαλείς.Λίγοι λίγοι αφήναμε το κήτος, διασχίζαμε έναν απόκρημνο γκρεμό κάτω απ΄τη γέφυρα και ύστερα χώρες, πολιτείες και εποχές. Μερικές φορές τούτη την πόλη την πιστέψαμε γι΄άδεια. Νιώσαμε πως ο τόπος αυτός είχε εγκαταλειφθεί πριν από χρόνια και τώρα ξανοίγεται εμπρός μας, στην τελευταία του αναπαράσταση. Έπεφτε ο αέρας με δύναμη πάνω στις χορδές, ακουγόταν μια παράξενη μοναξιά σ΄όλους τους δρόμους, σ΄όλα τα σπίτια. Τ΄όνομα της πολιτείας πια δεν ζούσε. Κάτι σημάδια ζωής, κάτι σκόρπια ίχνη, φάνηκαν στο δρόμο που βγάζει στους λόφους. Και εκεί, καθώς όλοι φανταζόμασταν την όψη του νέου κόσμου, την ώρα εκείνη που όλα έμοιαζαν έτοιμα ν΄ανατραπούν, απλωνόταν η πόλη με τις νύχτες της, τις κιθάρες, τις αντένες που δεκάδες μέτρα πάνω απ΄τις προσευχές μας ξαφνικά βάζουν φωτιά στην παλιά αγορά εκπέμποντας φανταστικές μελωδίες.
Και το πλήθος να μετεωρίζεται στους δρόμους. Το πλήθος που διαφεύγει των μικρών οδών, που κατακλύζει ωδεία, θέατρα, γήπεδα, πανεπιστήμια, καφενεία, πλατείες, κομματικές συγκεντρώσεις, αρένες και πρωτόγνωρα θεάματα. Το πλήθος που με την καρδιά του στα χέρια, ψάχνει την καταγωγή των ανέμων.Το πλήθος με τα τεντωμένα νεύρα που αισθάνεται τον κόσμο, γυρεύοντας μια άλλη, τέταρτη διάσταση για να πιστέψει ό,τι απέμεινε απ΄το παλιό θαύμα. Πλήθος δραματικό, φόντο στις ύστερες αναπαραστάσεις του παλιών , καλών vedutisti και της βαυαρικής υαλουργίας. Πλήθος που κερδίζει επάξια μια θέση ανάμεσα στα φανταστικά όντα του Μπουένος Άιρες, της Αθήνας, της Αλεξάνδρειας, της Ρώμης, της Νέας Υόρκης. Δες πώς βαδίζει στον όλεθρο με μια καρδιά μηχανική, πώς χάνεται στους καπνούς, πώς νοθεύεται απ΄τα πρόστυχα αρώματα. Πώς ζει και πώς πεθαίνει. Οι φλέβες του καιρού χύνονται μέσα του. Το πλήθος που βαθαίνει σαν ρυτίδα πάνω στην πόλη, το πλήθος και η άρρυθμη βοή του που μας στοιχίζει.
Τίποτε άλλο δεν κοίταξα. Περίμενα και εγώ με τ΄αντίτιμο της απουσίας στα δόντια μου τα κουρασμένα λεωφορεία μην έχοντας τίποτε άλλο να πω.
Απόψε γυρίζω στην Πρέβεζα και στα 1928, αποφασισμένος όσο ποτέ να πεθάνω. Μην με ζητήσεις στις ανθολογίες, μην τους πιστέψεις αν πουν πως ήμουν εγώ. Εκείνοι δεν ξέρουν, δεν φαντάζονται πως οι κιθάρες, οι αισθήσεις, οι μνήμες, τα πράγματα φώτισαν κάποτε όλη την ομορφιά της ολομόναχης καρδιάς μου και γι΄αυτό έγιναν τραγούδι.
Δεν είμαστε παρά κάτι μέρη παλιά, από καλοκαίρια και ερημιά φτιαγμένα. Με σπασμένους τηλέγραφους στέλνουμε μηνύματα συμπαράστασης. Το δάκρυ μας είναι αφιερωμένο στη μικρή και τη μεγάλη ιστορία του τόπου και της ζωής μας. Τα χέρια μας στίχοι που προσπάθησαν.
(εκείνη η τάξη των ποιητών που λατρέψαμε αναχωρεί τώρα ολόκληρη στο πρόσωπό του. Είναι όλοι τους νέοι. Περισσότερο εκείνος που προφυλάχθηκε για πάντα απ΄τα μάτια μας. Που έγινε ο καλός μας άγγελος κατακτώντας για πάντα την Πρέβεζα και τους ποταμούς.
Τούτο το γράμμα διαβάζεται ολοένα και πιο δυνατά. Τα ποιήματα αντηχούν στην πλατεία. Τα νεανικά, τα τελευταία, οι σάτιρες, όσα σημαίνουν ακόμη τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων και όσα ποτέ δεν θα γίνουν θέατρο.)
*
©Απόστολος Θηβαίος
Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.