Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου, Ατροπίνες ή Συμμορίες Αρλεκίνων

Μικρές ιστορίες
Από το εγχειρίδιο λειτουργίας
Μιας δίχως συστολή
Φορντ μηχανής

Ι.

Έι παλιέ αρλεκίνε, δεν θυμάσαι κανένα από τα ντεμοντέ σου κόλπα. Μα πώς ξέφτισες έτσι, τι εξασθένηση φοβερή σε κυριεύει. Αρλεκίνε, κάνε εκείνο το τρικ που βγάζεις μια σειρά πολύχρωμα μαντίλια. Μα ούτε αυτό το μπορείς; Πώς ξέμεινες έτσι, γλίτωσες τις αλυσίδες του χρόνου μα ο εαυτός σου έγινε ο καλύτερός σου κίνδυνος.

Έι παλιέ αρλεκίνε, αν δεν έχεις τίποτε να προσθέσεις καλύτερα σώπασε. Κράτα την γλώσσα δική σου, μόνον για να θυμάσαι. Εδώ κάτω, αρλεκίνε, δεν έχει θέση το δικό σου αφάνταστο. Ότι γνωρίσαμε από εσένα, δεν είναι άλλο από τις σκόρπιες σελίδες του γαλάζιου τετραδίου. Χωρίσαμε τον κόσμο σε πεντάγραμμα, έι αρλεκίνε καλύτερα όταν σου μιλώ να με κοιτάς, γιατί καμιά φορά ξεχνώ και αρρωσταίνω από τις δροσιές στο μέτωπο, γίνομαι παρανάλωμα, προμηθεύω την μέρα πυρομαχικά, εξοπλισμούς της μοναξιάς, έι αρλεκίνε, κράτα το τραγούδι σου σιγανό, σαν να πετούν τυφλές, μεταξένιες προσευχές μες σε σύννεφα ιδιοφυή, προσχηματικά του λωτού, του αεροπλάνου, της ήβης, του δρομέα.

Έι αρλεκίνε, τι και αν τριγυρνάς μονάχος στους δρόμους της πολιτείας. Εσύ ξέρεις καλά από αφανισμένες σιγαλιές του κόσμου. Έι αρλεκίνε, βγάλε από το καπέλο σου λευκά περιστέρια, φτερουγίσματα κάτω από τις τέντες, θειαφένιους κάμπους, παγωμένες μουσικές και τα ρέστα. Αυτό το μπορείς;

Έι αρλεκίνε, αν δεις εκεί έξω τον Θωμά, τον Θάνο, την Λευκή πες τους πως αν και δεμένοι στα εξαίσια χρόνια, δεν λησμονήσαμε ποτέ τα νεανικά σκουπίδια των πάρτυ, παιδικά χρονικά και απόφωνα από ωραίες, καλοκαιρινές μέρες αρλεκίνε.

Αν δεν μπορείς τίποτε περισσότερο να κάνεις πια, τότε αρλεκίνε, να πεις δίχως ανακρίβειες, όλα τα παραπάνω λόγια, δίνοντας προτεραιότητα στα φτηνοπράγματα που στολίζουν τα ενδύματά σου και κάνουν κάπως υποφερτή την πικρή σου ύπαρξη. Είναι ο ρόλος σου και η μοίρα σου δε δεσμεύει απόψε. Αυτά να περιγράψεις δοξαστικά, με περισσή σπουδή και λεπτομέρεια, αρλεκίνε.

ΙΙ.

Οι δυο τους διασκεδάζουν έξω στην πόλη. Δεν υπάρχει κανείς και οι φωνές τους φτάνουν παντού. Αν συνεχίσουν έτσι θα τους γυρέψουν οι σκιές που ως γνωστόν τίποτε δεν συγχωρούν. Ωστόσο, ως εκείνη την στιγμή οι δυο τους μπορούν να διασχίσουν καθέτως τις οδούς Φιλελλήνων και πέριξ, δίνοντας φιλιά, παίζοντας το μονότονο παιχνίδι της παντομίμα. Που θέλει εκφραστικότητα του σώματος και όλη σου την ζωή δίχως τις αποσκευές της. Θέλει το αφάνταστο να φυσά από παντού, μάτια αγαπημένα και ατροπίνες.

Έπειτα διαλέγουν τα μαρμάρινα σκαλοπάτια κάποιας αρχιτεκτονικής εποποιίας και επιδίδονται στην άσχημη συνήθεια. Δένουν τα χέρια τους, μα όχι τόσο ώστε να μην προξενήσουν ένα κακό ανείπωτο στον εαυτό τους. Οι δυο τους φαντάζουν ταιριαστοί λάμνοντας στις όχθες, κάτω από έξαλλες κληματίδες με ένα βάρος στην καρδιά. Το βάρος μιας στήλης επιτύμβιας, μιας σκισμένης λεοντής.

ΙΙΙ.

Ο Τζέρι γυμνάζεται αδιαλείπτως. Για την ακρίβεια, ασκείται στην τέχνη του που απαιτεί όλο το σώμα.

Και μια καλά θεμελιωμένη πειθαρχία πάνω στους χτύπους της καρδιάς, συμπληρώνει κάποιος περαστικός, κοιτώντας αυτήν την κάμερα που τραβά δίχως να αλλάζει γωνία λήψης τους αδιάφορους περαστικούς.

Ξυπνά κατά τις δέκα, ούτε αργότερα, μα ποτέ νωρίτερα, αφού τότε ένας φριχτός πόνος τον κατατρέχει ολόκληρη την ημέρα. Ο Τζέρι δεν αντέχει παρόμοιες δυσθυμίες, κυρίως επειδή η τέχνη του χρειάζεται καθαρές ψυχές.

Ανοίγει το ραδιοφωνάκι του και ακούει όλες τις εκπομπές. Στις δέκα παίζει το δελτίο κίνησης, ο εκφωνητής απαγγέλει δρόμους σαν ποιήματα. Μα να ακούσεις πώς ταξιδεύει ο εκφωνητής το κοινό του στους δρόμους της πολιτείας και κανείς δεν νιώθει μοναξιά καρφωμένος πάνω από τα χίλια οκτακόσια κυβικά εκατοστά του ιαπωνικού υου θαύματος. Έπειτα η Ντόροθυ με την γλυκιά φωνή δίνει μερικές συμβουλές για θεατρικές παραστάσεις, εφημερεύοντα φαρμακεία, πρεμιέρες, τις μέρες της εμποροπανήγυρης που ομορφαίνει κάπως την ζωή εδώ κάτω. Και μετά για ώρες, την Ντόροθυ ακολουθούν τραγούδια που ξεχώρισαν στις λίστες των διεθνών σταθμών και ο Τζέρι φαντάζεται μες στο μικρό του διαμερισματάκι πως μες στις εξωτερικές σωληνώσεις, βαμμένες χαρούμενοα στο βαθύ, κόκκινο χρώμα ενός κινέζικου κουτιού, τρέχουν κυκλωτικά σήματα και στο σαλονάκι του συχνάζουν τα ομορφότερα κορίτσια των αμερικάνικων ατελιέ, ντυμένα πρόχειρα, μιλώντας για την Τορίνο Φιλμ και τον κύριο Φ. που τους υποσχέθηκε σπουδαία καριέρα.

Ο Τζέρι ακολουθεί αυτήν την τελετή ως αργά την νύχτα. Οι μέρες του κρατούν αιώνια, όπως συμβαίνει σε εκείνους που μαστιγώνονται μονάχοι τους.

Σαν την Φλορίς, λέει ένας περαστικός που κοιτάζει στην κάμερα. Το πόστο του Τζέρι είναι άδειο εδώ και μέρες, τα μάτια του φαντάζουν ελεφάντινα. Λένε πως εργάζεται πυρετωδώς για να παρουσιάσει κάποτε, ενώπιον όλων, ένα νούμερο θρυλικό με ρόλους απαιτητικούς. Ας πούμε κάτι, σαν τον πλούτο των ωκεανών.

Αν αντέξει ως τότε, λέει ο περαστικός που στέκει για λίγο εμπρός στην κάμερα, κοιτώντας αμήχανα.

Εγώ αγαπώ την Κ. Γουόλσον, προσθέτει, διαγράφοντας ένα γυναικείο σώμα με τις καμπύλες του. Ο τρόπος του φαντάζει ομολογουμένως φτηνός και πρόστυχος. Και ούτε κουβέντα για τον αγώνα που δίνει ο Τζέρι εκεί επάνω, καλά βαλμένος στο μικρό διαμερισματάκι του, προπονώντας με πείσμα τον εαυτό του μες στον βουβό καιρό της απορίας. Ούτε κουβέντα.

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→