Νόπη Χατζηιγνατιάδου, Μια νύχτα με πανσέληνο παρέα με τον Σκούρτη

Mέρες ενδοστρεφείς, κλειστές, στενές. Κι όμως, μέρες βαθιές για το συλλογιστικό εγώ, για κείνο το άλλοτε διάσπαρτο εγώ, μέσα στης καθημερινότητας τις ρεαλιστικές ή και τις άλλες πλασματικές ανάγκες. Κάπου χαθήκαμε. Χανόμαστε, μα με έναν χαμό ολόγιομο με δέλεαρ. Ο Λειβαδίτης το ‘χει πει

ίσως θα πρέπει να χαθείς ολότελα
για να μάθεις κάποτε ποιος είσαι

Μοιάζει με μυστική συνομωσία. Όλα επιτελούνται για έναν σκοπό. Για το αντάμωμα. Για τη συνάντηση. Με το πρόσωπο που χάθηκε μέσα στης πόλης την σκόνη ή μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες. Ο σκοπός, η συνάντηση. Με σένα. Να ανταμώσεις εσένα.

Σε μια τέτοια νύχτα εσωστρέφειας διάβασα το βιβλίο «Το συμπόσιο της Σελήνης» του Γιώργου Σκούρτη. Συναντιόμασταν για δεύτερη φορά. Εγώ και το βιβλίο. Την πρώτη φορά της συνάντησής μας γοητεύτηκα. Είχε αφήσει λάγνες εικόνες στον μικρόκοσμό μου. Ο Σκούρτης αδιαμφισβήτητα, δε γράφει απλά, ερωτοτροπεί ατόφια με τις λέξεις, οργανώνει δρώμενα αρχαίου δράματος και καλεί τον αναγνώστη στη μέθεξη. Ο Σκούρτης σχεδιάζει ως «πε-ζωγράφος» (σκουρτικό) τελετές αρχέγονου κάλλους και αίγλης. Προ(σ)καλεί τον αναγνώστη να μυηθεί στις ιεροτελεστίες του. Το Συμπόσιο του Πλάτωνα και το συμπόσιο του Σκούρτη, μαζί. Η δεύτερη συνάντησή μου – με το βιβλίο – εξ αιτίας της ανάγκης για επανασύνδεση. Η ανάγκη της αναζήτησης του χαμένου. Ήταν ευκαιρία. Στης εσωστρέφειας τις μέρες να με συναντήσω, λίγο ακόμα.

Ταξίδι. Μια νύχτα με πανσέληνο. Ένα ταξίδι της ανθρώπινης υπόστασης στη φύση του έρωτα και παράλληλα στον φόβο του θανάτου. Ένα κυνήγι της ηδονής, ξόρκι του φόβου ή και πρόκληση του φόβου. Ο φίλος εκμυστηρεύεται στον φίλο «φοβάμαι το θάνατο, καταλαβαίνεις; Είναι ηλίθιο, το ξέρω. Από τον καιρό του Σωκράτη ο φόβος του θανάτου είναι μια ανοησία. Έλα όμως που ζούμε τόσο ανόητα κι αφύσικα τη ζωή μας, που ο θάνατος να καταλήγει να είναι η μόνη μας σοβαρή απασχόληση». Η έκφραση της αιτιότητας, του λόγου. Ο λόγος  που μπορεί και μεταμορφώνεται σε έργο τέχνης. Σε ποίημα, σε μυθιστόρημα ή σε πίνακα ζωγραφικής. Οι ήρωες του βιβλίου. Ένας ζωγράφος κι ένας συγγραφέας. «Το έργο μου είναι αυτό που θα ήθελα να είμαι. Ο δημιουργός πάει πάντα πίσω από το έργο του. Κι αλίμονο αν η τέχνη ήταν ζωή. Δεν θα υπήρχε», θα πει ο ζωγράφος. Η ζωή είναι τέχνη, θα ψιθυρίσει ο αναγνώστης, καθώς περνά απ’ τις αράδες. Να ζεις, πίνοντας το μεδούλι της και τα υγρά της όλα. Κι εκεί, πάλι ο έρωτας, για να εκμηδενίσει τον φόβο ή για να φτάσει έως τον Θεό ολάκερη την ανθρώπινη υπόσταση, δηλαδή έως την αθανασία. Σαν τον καλόγερο του Καζαντζάκη, υπενθυμίζει ο Σκούρτης. «Μετά από τριάντα χρόνια στο κελί μου, μόνο προχτές, που κατέβηκα για πρώτη φορά να ψωνίζω για το μοναστήρι, ένιωσα να βρίσκω το Θεό, όταν έκανα έρωτα με μια γυναίκα που της χτύπησα την πόρτα ζητώντας της νερό». Το νερό. Ο Θεός. Ο έρωτας. Σε μια κούπα. Στο συμπόσιο, η αποδοχή του σώματος. Η ύλη αποδέχεται απροκάλυπτα, λυτρωτικά και ελεύθερα. Ίχνος ενοχής. Το σώμα αποκαθίσταται και απενοχοποιείται. Το πνεύμα κι η ύλη ισάξια. Το μυστήριο του έρωτα τελείται. Και στον ίδιο τόπο και χρόνο η φύση του θανάτου. Η  αέναη πάλη, να ξορκιστεί το κακό ή ο φόβος για το κακό. Και το άμοιρο κακό να εμφανίζεται δίχως υπόσταση, εφόσον προϋποθέτει την αντίρροπη δύναμή του, το καλό. Μια νύχτα με πανσέληνο, στο συμπόσιο του Σκούρτη, ο αναγνώστης θυσιάζεται εκούσια στο βωμό του έρωτα,  για να αναγεννηθεί και πάλι.

Πλησιάζοντας στην τελείωση, μέτρησα τις σελίδες που απέμεναν για το τέλος της ανάγνωσης. Η ίδια κάθε φορά αγωνία. Σε κάθε ανάγνωση βιβλίου. Ήταν η ένταση των εικόνων; Το πάθος; Ο φόβος; Η αναγέννηση; Η κατάκτηση της ύλης, του σώματος, των χάρτινων σελίδων, του βιβλίου; Η αγωνία της κατάκτησης των ιδεών, ο πόθος της γνώσης, που συμπορεύεται με την αγωνία της φθοράς; Η απογύμνωση των σωμάτων την ώρα της θυσίας κι η αποκάλυψη των ιδεών; Η καθολική υπόταξη της ύλης στην ύλη; Η καθολική υπόταξη της σκέψης στην σκέψη; Η αντίθεση κι η αρμονία. Η πάλη των σωμάτων. Οι ιδέες που χορεύουν στων κυττάρων τις πίστες. Και τούτος ο χορός το ερέθισμα κι η φλόγα της ζωής, της ύπαρξης, της ροής μες στη φθαρτή και σημαντική ύλη. Κάπου εκεί, στο ενδιάμεσο, συνειδητοποίησα, πως ο λόγος αυτής της αγωνίας μου – μια ανάσα πριν το τέλος κάθε βιβλίου – είχε ταυτιστεί ή μάλλον εκπορεύονταν από την αγωνία της πορείας έως την ολοκλήρωση, έως το πέρας, έως τον θάνατο. Τότε ήταν που ένιωσα ευάλωτη και ταυτόχρονα τη λύτρωση. Σα σιωπηρή δύναμη. Σαν κρατερή επιθυμία. Σαν πάθος. Το πάθος του έρωτα και της δημιουργίας. Αγαπώ. Το περισσότερο ενεργητικό ρήμα. Η υπόσταση του έρωτα ταυτόσημη με της αγάπης την υπόσταση. Αγαπώ. Το ρήμα διάσπαρτο στη φύση, σαν και το ρήμα φοβάμαι. Κι αν δεν προλάβω; Πόσο ανόητη σκέψη, αλήθεια; Πόσο ανόητος φόβος; Από τον καιρό ακόμα του Σωκράτη. Κι αν δεν προλάβω να διαβάσω το βιβλίο; Τρεις σελίδες ακόμα. Λίγες ανάσες ακόμα και μία ολοκλήρωση. Ο έρωτας κι η ολοκλήρωσή του. Και κάπου εκεί με αντάμωσα. Αναγεννήθηκα, όπως  του Σκούρτη η Σελήνη, μια νύχτα με πανσέληνο.

*
©Νόπη Χατζηιγνατιάδου
Δράμα, 8/4/2020
Μια νύχτα με πανσέληνο