Πέντε χρόνια, δύο μήνες και δεκατρείς ημέρες. Ή μήπως ήταν δεκαπέντε; Τον τελευταίο καιρό από την ανυπομονησία του είχε χάσει το μέτρημα. Αλλά δεν είχε σημασία. Τώρα πια μπορούσε να απολαύσει την ελευθερία του. Το πως θα το έκανε αυτό βέβαια ήταν άλλο ζήτημα. Μόνο όταν τη χάσει κανείς καταλαβαίνει πόσο πολύτιμη είναι.
Βγήκε από την κεντρική καγκελόπορτα και πήρε λαίμαργα μια βαθιά ανάσα, λες και ο αέρας έξω από το κτίριο των φυλακών είχε διαφορετικό άρωμα. Κρέμασε στους ώμους του το σακίδιο με τα λιγοστά υπάρχοντά του και προχώρησε. Δεν πρόλαβε όμως να κάνει μερικά βήματα, όταν άκουσε από πίσω του μια αντρική φωνή να καλεί το όνομά του.
Γύρισε και είδε να σταματάει μπροστά του μια μαύρη Lexus. Από μέσα κατέβηκε ο ίδιος κοστουμαρισμένος άντρας που εδώ και κάμποσους μήνες ερχόταν συχνά στο επισκεπτήριο. Ήξερε πως ήταν ανώφελο να τον αγνοήσει. Κατάπιε τη βλαστήμια που ήθελε με πάθος να ξεστομίσει και τον πλησίασε, δίχως να κρύψει την ενόχλησή του.
«Άντε, καλός πολίτης» είπε ο άλλος με ένα φαρδύ χαμόγελο. «Έτσι δεν λένε; Ή το λένε μόνο για τους φαντάρους; Συγγνώμη, αλλά δεν είμαι καλός σε κάτι τέτοια».
«Τι θέλεις;» αποκρίθηκε εκείνος, που δεν είχε διάθεση για αστεία.
«Ακόμα έτσι υποδέχεσαι τον κόσμο εσύ; Βλέπω δεν άλλαξες καθόλου».
Εκείνος τον κάρφωσε με ένα θυμωμένο βλέμμα, χωρίς να αρθρώσει λέξη. Ο άντρας με το κοστούμι σήκωσε αδιάφορα τους ώμους, σαν να εγκατέλειπε ένα ρόλο που δεν του ταίριαζε. Έβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του και είπε:
«Εντάξει, λοιπόν. Έχω ετοιμάσει κάτι πακέτα που είναι ότι πρέπει για εσένα. Δεν ξέρω με τι δούλευες παλιά, αλλά το δικό μου προϊόν είναι άριστης ποιότητας και αξίζει πάρα πολλά. Μιλάμε για μπόλικο χρήμα. Όποτε μου πεις ξεκινάς».
Αν και τον άκουγε, στην πραγματικότητα δεν πρόσεχε αυτά που του έλεγε. Άλλωστε τα είχε ακούσει πολλές φορές στο παρελθόν. Κάπως έτσι είχαν ξεκινήσει όλα, με ένα πακέτο που έπρεπε να μεταφέρει από μια τοποθεσία σε μια άλλη. Δεν του είπαν τι περιείχε, όμως δεν ήταν ανόητος. Είχε καταλάβει πως επρόκειτο για ναρκωτικές ουσίες.
Στην αρχή φυσικά είχε τους ενδοιασμούς του. Όταν όμως είδε τα πεντακόσια ευρώ που θα έπρεπε ως προκαταβολή, το μάτι του θαμπώθηκε. Δεν ήταν μόνο ότι είχε ανάγκη από κάποιο εισόδημα. Είχε βρει μια αναπάντεχη ευκαιρία για να βγάζει εύκολα και ακούραστα χρήματα, οπότε την άρπαξε από τα μαλλιά.
Αργότερα συνέχισε να εκτελεί τις αποστολές που του ανέθεταν, χωρίς να νοιάζεται για το που καταλήγει το περιεχόμενο που μεταφέρει. Βέβαια δεν μπορούσε να κοροϊδέψει τον εαυτό του. Προσποιούταν ότι δεν τον ένοιαζε και προσπαθούσε να σκέφτεται μόνο τα κολλαριστά χαρτονομίσματα που θα έβαζε στην τσέπη του.
Μέχρι και τη στιγμή που τον συνέλαβαν σε έναν τυπικό έλεγχο της αστυνομίας, δεν είχε άλλη σκέψη στο μυαλό του. Ήταν το άλλοθι που είχε δώσει στη συνείδησή του.
«Γιατί επιμένεις;» ρώτησε τον άντρα με το κοστούμι.
«Τι εννοείς; Γιατί είσαι καλός στη δουλειά και σε χρειάζομαι. Όπως και εσύ εμένα. Είμαι ο μόνος που μπορεί να σε βοηθήσει και πρέπει να το καταλάβεις. Που νομίζεις ότι ζεις; Δεν έχεις κανέναν. Ή μήπως πιστεύεις ότι θα σε υποδεχτούν όλοι με ανοιχτές αγκάλες; Ούτε μια εργασία της προκοπής δεν θα μπορέσεις να βρεις. Για αυτό σου λέω, άσε τους ρομαντισμούς και έλα μαζί μου. Μόνο κερδισμένος θα βγεις».
Αυτό δυστυχώς ήταν αλήθεια. Όλοι είχαν αρχίσει από καιρό να του γυρίζουν την πλάτη. Πριν λίγες μέρες τηλεφώνησε στην αδερφή του για να της πει τα νέα για την αποφυλάκισή του. Εκείνη αποκρίθηκε κάπως αμήχανα με ένα ψυχρό «συγχαρητήρια», λες και είχε δώσει εισαγωγικές εξετάσεις σε κάποιο πανεπιστήμιο.
Και πριν προλάβει να της πει αυτό που ήθελε, του απάντησε βιαστικά πως θα χαιρόταν να τον φιλοξενήσει μερικές μέρες μέχρι να βρει άλλη στέγη, όμως το σπίτι ήταν μικρό και τα παιδιά θα έκαναν φασαρία και θα τον ενοχλούσαν. Δεν χρειαζόταν να ακούσει κάτι παραπάνω για να καταλάβει. Εκείνοι που θα μπορούσαν ίσως να τον συμπονέσουν ήταν οι γονείς του, αλλά είχαν κάνει το τελευταίο ταξίδι τους εδώ και πολλά χρόνια.
Όσο για δουλειά θα ήταν δύσκολο να βρει. Ποιος θα έπαιρνε στην επιχείρησή του έναν πρώην κατάδικο; Υπήρχαν βέβαια και εκείνα τα προγράμματα επανένταξης στην κοινωνία, όμως δεν είχε ανάγκη κάποιον για να του χρυσώσει το χάπι.
Ενώ αν πήγαινε μαζί του όλα θα ήταν διαφορετικά. Δεν θα είχε μόνο χρήματα ή σπίτι, αλλά κάπου που δεν θα τον έκριναν συνεχώς για τα λάθη του, που δεν θα εξακολουθούσε να πληρώνει για αυτά, που θα ήταν ίσος με όλους τους άλλους. Κάπου που μπορούσε να ανήκει, ακόμα και αν διακινδύνευε να χάσει ξανά την αξιοπρέπεια του.
Ο άντρας με το κοστούμι περίμενε υπομονετικά στη θέση του. Εκείνος κοίταξε από τη μια πλευρά του δρόμου τους ανθρώπους που περπατούσαν ανέμελοι προς κάθε κατεύθυνση. Κάποιοι ήταν μόνοι, κάποιοι άλλοι με παρέα, όμως όλοι είχαν αποτυπωμένο στα πρόσωπά τους αυτό το πολύτιμο αγαθό της ελευθερίας.
Έπειτα κοίταξε από την άλλη πλευρά, στη σιδερένια πόρτα της φυλακής. Μόνο που αυτή δεν ήταν μια οποιαδήποτε πόρτα. Αν επέλεγε να τη διασχίσει κανείς – γιατί αργά ή γρήγορα εκεί θα τον οδηγούσαν οι πράξεις του – δεν υπήρχε επιστροφή. Τέλος γύρισε ξανά το βλέμμα του μπροστά στον συνομιλητή του.
«Νομίζω πως είναι ώρα να πηγαίνω. Καλή σου μέρα».
Έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε με γοργά βήματα. Είχε προχωρήσει μερικά μέτρα, όμως πήρε το αφτί του τον άλλον πίσω του να λέει:
«Τι ηλίθιος!»
Εκείνος συνέχισε να περπατάει, νιώθοντας παράλληλα το κορμί του να βυθίζεται σε έναν χείμαρρο συναισθημάτων. Το μέλλον προβλεπόταν αβέβαιο, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να τον κάνει να παραιτηθεί. Τουλάχιστον όχι τόσο εύκολα.
Κάποια στιγμή έφτασε σε μια λεωφόρο. Τα αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν φρενιασμένα δεξιά και αριστερά, όπως όριζαν οι ρυθμοί της καθημερινότητας. Μπήκε σε ένα ταξί και χάθηκε μέσα στην ανωνυμία της πόλης.
*
©Γιάννης Μάρκος
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.