Άχνα
Το ποίημα είναι η άχνα της εκπνοής του ποιητή
σ’ έναν αρχέγονο καθρέφτη
όπου χαράζει στίχους με το δάχτυλο
κι όταν αφανιστούν από τον άνεμο
βλέπει ολόγυμνο το πρόσωπό του
*
Εφαλτήριο
Την Ποίηση
δεν θα τη βρεις στις στιχοπλοκές
και σε ορθοτεχνίες επιτήδειων λεξιλάγνων
στην εν ψυχρώ ροή των λέξεων άνευ Λόγου
στην άγνοια αυτοχρισμένων ποιητών
σε νοθευμένα γράμματα
και σε θολά νοήματα των ανικάνων
δεν θα τη βρεις σε πανηγύρεις
εγωπαθών και λαθρεπιβατών
ούτε σε όσους πεζογραφήματα στοιχίζουν
Θα κρίνει εκείνη πότε θα σε βρει
αφού προηγηθεί σκληρή δουλειά
πολύωρα του νου ταξείδια
άπειρες τρικυμίες της ψυχής
πάμπολλα νυχτοκάματα
ώσπου να γίνει πλαστελίνη
με αίμα και ιδρώτα ο γρανίτης
Τότε θα δεις
οι λέξεις είναι εφαλτήριο
ώστε να φτάσεις πέρα απ’ αυτές
στην πεμπτουσία πραγμάτων και ζωής
εκεί που βρίσκεται η Ποίηση πραγματικά
*
Πέραν
Έπρεπε να διανύσω χρόνια πολλά
ολόκληρες δεκαετίες
για να οξύνω τη ματιά πέραν της επιφάνειας
ψυχής, πραγμάτων και ανθρώπων
να ερμηνεύω συμπεριφορές και αντιδράσεις
αυτές της βίας νόμων επιβίωσης
νόμων της ζούγκλας που δεν άλλαξαν ποτέ
Η δίψα για ζωή θρέφει τη διαιώνιση
κάθε είδους ανθρώπων
κι αναρωτιέσαι εύλογα
πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος
να εξακολουθεί να ζει με τόση φονική αδιαφορία
Πώς είναι δυνατόν, μέγας α-νόητος
να του χαρίζεται τόση ομορφιά
κι αντί να τη μοιράζεται να τη σκοτώνει
να αποδομεί γη, κλίμα, φύση κι ουρανό
και να μη σκέφτεται θνητότητα, φθορά
ούτε τι κόσμο πρόκειται να παραδώσει
Α, πόσο λίγη σκέψη χρειάζεται
να γίνει ανθρώπινη η ζωή
να γίνει νόηση η α-νοησία
•
Δυο μέτρα γης
Το φως μιας αστραπής
η διάρκεια της ζωής
και τρέχουν οι αιώνες
Κι εσύ ισόβια αφελής
αναρωτιέσαι τι ζητούν οι μαριονέτες
που με πολέμους απειλούν
σπορές θανάτου, πόνου, συμφοράς
που αλωνίζουν στεριές και θάλασσες
σπέρνουν μίσος κι απώλειες
μπουκώνουν με στείρες υποσχέσεις
φανατισμένους και ηλίθιους υποτελείς
Ηγετίσκοι αλλόφρονες
έρμαια παραλογισμού
μιλούν για μοιρασιές τού τίποτα
στον κόσμο των θνητών
Ξεχνούν πως τους αναλογούν
—όπως σε όλους μας—
δυο μέτρα γης για να ταφούν
*
Χρόνοι σκιά
Α, από τη μία θέλεις να λευτερωθείς
μ’ επιλογή τη μοναξιά
κι από την άλλη τη φοβάσαι
κι ας είναι αφόρητοι οι πόνοι
από ομοειδείς και συναναστροφές
όταν όλα θυσιάζονται
στο όνομα της συνύπαρξης, του συμφυρμού
που σε ορθώνει μόνο σε σχέση με τους άλλους
που τους χειρίζεσαι για να υπάρχεις
σε ένα ρηξικέλευθο βάθρο αλαζονείας
κι ας γνέφει όχι η ταπεινοσύνη
αλλά αποστρέφεις το βλέμμα
βυθισμένος στην αυταπάτη μιας ανόδου
ενώ το βλέπω καθαρά
πως είναι κάθοδος οδυνηρή
σε ερέβη ματαιοδοξίας καταβύθιση
με τσέπες βαριές από νομίσματα
απ’ τους αιώνες απαξιωμένα
όμως εσύ κρατάς κατάσαρκα το χρήμα
λες κι έραψαν τις τσέπες στο κορμί σου
δόξα του μηδενός δόξα
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.