Αρχείο 25/10/2016
Λυγαριές με μυρωδιά θάλασσας
“Chastetree”
ΑΦHΓΗΜΑ
AFRAID? Of whom am I afraid?
Not death; for who is he?
The porter of my father’s lodge
As much abasheth me.
Of life? ‘T were odd I fear a thing
Emily Dickinson
Κ α΄
Το Ασύλληπτο
Tην χτυπούσε σαν να ήταν σκηνοθετημένο το χτύπημα, με απόλυτη ακρίβεια, επαναλαμβανόμενο. Εκείνη, με σαστιμάρα και πόνο είχε ακινητοποιηθεί. Τα άλλα παιδιά γύρω τρομαγμένα έκλαιγαν φώναζαν και τράβαγαν την Ελένη από το φόρεμα και από τα μαλλιά να την απομακρύνουν από την Αγνή. Η Αγνή, με το ένα χέρι κρατούσε το φόρεμα της, σπρώχνοντας προς τα κάτω το ύφασμα και με το άλλο με την παλάμη απλωμένη, έσπρωχνε το κεφάλι της Ελένης με όσες δυνάμεις είχε. Τα πόδια της ανοιγμένα λες και είχαν σπάει οι κλειδώσεις, σε γωνία σχεδόν εκατό ογδόντα μοίρες. Οι φωνές τράβηξαν τους γονείς προς τον στάβλο. Και όταν έφτασαν στα παιδιά, στο βόρειο μέρος του μικρού στάβλου, είδαν τρομαγμένοι μια σκηνή που δεν πρόλαβαν καλά καλά να την καταλάβουν, αφού εκείνη την ώρα η μικρή Ελένη άφησε το όργανο του χαμού και με κλάματα και πιο σαστισμένη και φοβισμένη από όλους, χάθηκε πίσω από τα χαλάσματα, με ένα τρέξιμο σπαραχτικό όπως το κλάμα της.
Κ β΄
Ή γιαγιά της Ελεάνας
Σε μια πολυκατοικία με πολλές ανύπαντρες μητέρες, στην Αθήνα του έτους…….. κοντά στον σταθμό Λάρισας σ’ ένα στενό δρομάκι που ακούγονται τα τρένα να περνούν, όπου η μία πολυκατοικία αγγίζει την άλλη σε απόσταση αναπνοής, η κυρία Ελένη γνωστή ως η γιαγιά της Ελεάνας, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Ανάμεσα στα ονόματα των δρόμων αυτών εξελίσσεται μία ιστορία ανθρώπων καθημερινή, από καθημερινούς ανθρώπους. Οδός Ανδρομάχης, Νικομήδειας, Νεόφυτος Μεταξάς, Ακομινάτου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Το παρελθόν αυτών των ονομάτων μοιάζει να προσπαθεί να γυρίσει το ρολόι πίσω σε άλλες εποχές. Η κυρία Ελένη αντιπροσωπεύει την οικογένεια που δεν υπάρχει στην παραδοσιακή της μορφή-πατέρας μητέρα, παιδί και όχι μόνο. Είναι συγχρόνως γιαγιά όλων αλλά και μητέρα για την εγγονή της, μια και η κόρη της η Αθηνά, χάθηκε πρόωρα.
Στην παρέα αυτήν των γυναικών που απαρτίζεται από την Μαρία, μια εικοσάχρονη, που εδώ και δύο χρόνια προσπαθεί να σπουδάσει και συγχρόνως δουλεύει για να μεγαλώνει τον μικρό της γιο τον Άγγελο, την Χριστίνα, μια εξηνταπεντάχρονη δικηγόρο, που επιθυμεί να μείνει μακριά από το παραδοσιακό οικογενειακό περιβάλλον, η Αναστασία μια γυναίκα σαραντάρα πολύ όμορφη και ακόμα παιδί στην συμπεριφορά και τις πράξεις, την Όλγα, σαραντατριών χρονών η μεγαλύτερη σε ηλικία μετά την Χριστίνα και την γιαγιά Ελένη που συγκατοικεί με μια φίλη της, την Κατερίνα, με ένα εξώγαμο παιδί και αυτή και την μικρότερη αδελφή της, την Αλίκη η οποία ακόμη σπουδάζει στην Θεσσαλονίκη και έρχεται και μένει μαζί τους μεγάλα διαστήματα. Όλες έχουν παιδί εκτός από την μικρή Αλίκη, την δικηγόρο την Χριστίνα και την Όλγα.
Η Αναστασία έχει παιδί αλλά με δυσκολία το βλέπει, ένα γιο 10 χρονών, γιατί το κράτησε ο άνδρας της μετά το διαζύγιο τους, και ζει σε άλλη πόλη. Τον άνδρα της τον λένε Σπύρο και τον γιο της Ορέστη. Ονόματα, ονόματα, ονόματα που ακούγονται σαν τραγούδι στα αυτιά της κυρίας Ελένης. Τους θέλει όλους και τους αγαπά και τους περιμένει, για κουβέντα και κέρασμα. Η ζωή της καθρεπτίζεται στα μάτια των άλλων. Αυτό κράτησε κάποια χρόνια και τα χάρηκε αυτά τα χρόνια. Εικόνες γεμάτες όχι μόνο από τα γέλια, τραπεζώματα και ολονύχτιες κουβέντες, αλλά και κλάματα, αρρώστιες, ερωτοδουλειές, με τους καφέδες τους και τα τσάγια τους , αλλά και από μοναχικές βόλτες στην Αθήνα το χάραμα, η αργά το βράδυ, ψάχνοντας για την ιστορία της Πόλης. Μαζί τους έμαθε να μοιράζεται αν και δυσκολευόταν να μοιράσει, τι να μοιράσει; ότι είχε κρυφό μέσα
της δεν μοιραζόταν.
Η σύμπτωση να βρεθούν όλες οι γυναίκες αυτές σε μία πολυκατοικία δεν είναι παρά δημιούργημα της γιαγιάς Ελένης που για να ενισχύσει την σύνταξη της από παλιά και να βοηθήσει την κόρη της όσο ζούσε , κρατούσε παιδιά μικρά για να δουλεύουν οι μανάδες τους και έτσι σιγά σιγά οι γυναίκες αυτές μαζεύτηκαν στον ίδιο χώρο για ευκολία και η γιαγιά χωρίς να το ξέρει, δημιουργούσε με τον τρόπο αυτόν, ένα φιλικό και ζεστό περιβάλλον για την εγγονή της που τόσο το είχε ανάγκη μετά τον θάνατο της μητέρας της. Το παράξενο είναι ότι όλες αυτές οι γυναίκες, έχουν απομακρυνθεί από την ιδέα ενός άνδρα συντρόφου. Και εκτός από παροδικές χαμένες εκ των προτέρων ιστορίες, δεν έχουν φιλικές σχέσεις με άνδρες. Αντίθετα από όλες τις άλλες, η γιαγιά Ελένη δέχεται πολλούς άνδρες φίλους από την γειτονιά και από συγγενείς και παλαιές γνωριμίες όπως ο μπακάλης της γειτονιάς, ένας παλιός συνάδελφος φοροτεχνικός, ο αδελφός της ο Ανδρέας , ο άνδρας της κόρης της ο Σταύρος ο πατέρας της Ελεάνας, που για να βλέπει το παιδί του έχει δημιουργήσει μια φιλία με την γιαγιά Ελένη. Ο κατάλογος με τα πορτραίτα των ανδρών, όλοι φίλοι και συμπαραστάτες της γιαγιάς Ελένης, δεν σταματά εδώ. Οι επισκέψεις των φίλων της κυρίας Ελένης ήταν καθημερινές.
Η ανατροφή της Ελεάνας τρεφόταν από αυτές τις συναντήσεις. Καθώς διάβαζε κάποια απογεύματα, άκουγε τις κουβέντες και καμιά φορά σταματούσε το διάβασμα για να συμμετέχει. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πήγαινε στο σχολείο απροετοίμαστη μια και βαστούσε μέχρι αργά το κουβεντολόι, με εντάσεις, γέλια και μεζέ. Η γιαγιά ποτέ δεν της απαγόρευε αυτές τις συμμετοχές, ίσα ίσα λες και το απολάμβανε, εξ άλλου δεν καλούσε τ’ απογεύματα τους φίλους της παρά το πρωί ή νωρίς το μεσημέρι και τα Σαββατοκύριακα, έτσι αυτές οι παρεκτροπές της μικρής δεν ήταν τόσο συχνές και μάλλον τις έκρινε απαραίτητες η κυρία Ελένη. «Η παιδεία της Ελεάνας τρέφεται από αυτές τις συνευρέσεις» έλεγε με κάποιο ύφος, σαν να καμάρωνε μπροστά στις άλλες γυναίκες και αυτές γελούσαν και την πείραζαν, απαντούσαν με λογιών λογιών πειράγματα. Όταν έμενε μόνη άνοιγε με προσοχή το Pick up της κόρης της και με λαχτάρα έπαιρνε στα χέρια της τον μοναδικό δίσκο που είχε κρατήσει από την συλλογή την δική της που αργότερα την είχε υιοθετήσει και η κόρη της. το Bridge Over Troubled Water. Τι γέλια έκανε με τον εαυτόν της. Τα αγγλικά της φτωχά, είχε μάθει από παλιά τους στίχους του τραγουδιού και το σιγοψιθύριζε και τώρα. Τότε ξεχνούσε τα πάντα και ένα κοριτσάκι δεκαεξάχρονο εμφανιζόταν στο δωμάτιο. Μόνο τότε.
Τελευταία άλλα πρόσεχαν οι νεαρές φίλες της. Και ανησυχούσαν χωρίς να το έχουν συζητήσει μεταξύ τους αλλά κάθε μία ξεχωριστά έβλεπε κάποια σημάδια κούρασης στην γιαγιά Ελένη. Πράγματι η κυρία Ελένη είχε δείξει μία διαφορετική εικόνα τον τελευταίο καιρό.
Η προχωρημένη της ηλικία άρχισε να φαίνεται στην ίδια αλλά και στους γύρω της.
Συχνές επισκέψεις στους γιατρούς, ακυρώσεις σε εκδηλώσεις και μπόλικη νευρικότητα εκεί που άλλοτε υπήρχε πολύ υπομονή και καλή διάθεση. Ο καναπές έγινε ο καλός της φίλος και πια αρνιόταν να βοηθήσει τις γυναίκες της μικρής κοινότητας. Αυτό το τελευταίο ήταν φανερό και δυσάρεστο για τις νεαρές φίλες της αλλά γρήγορα έβλεπε την θέση της να την μοιράζονται μεταξύ τους και αυτό την καθησύχαζε. Ανησυχούσε όμως για την εγγονή της. Ήταν ακόμη μικρή η Ελεάνα και μάλιστα στην πιο επικίνδυνη ηλικία. Η εγγονή της ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών τι θα γινόταν αν εκείνη πέθαινε ή κάτι άλλαζε στην ζωή τους; Αυτή η σκέψη άρχισε να την βασανίζει μαζί με την ανημποριά της που την ένοιωθε μέρα με την μέρα πιο επιτακτική. Ποιος θα τα φρόντιζε την μικρή και κυρίως ποιος θα της έδινε το παράδειγμα. Η Ελένη από μικρή είχε μάθει να ακούσει πολλά για το ‘παράδειγμα’.
Με την εγγονή της η κυρία Ελένη είχε μια σχέση πολύ φιλική και αυτό ξεκίνησε από την στάση της ίδιας απέναντι στην Ελεάνα. Η κυρία Ελένη της μιλούσε για όλα και για όλους όπως θα μιλούσε στο εαυτόν της. Άφηνε τις σκέψεις τις φωναχτές και αλογόκριτες μπροστά στην εγγονή της. Είχαν μάθει να μιλάνε για όλα μια και δεν είχαν την πολυτέλεια μια μεγάλης οικογένειας με τα μυστικά της – και οι δυο τους, αναζητούσαν την αίσθηση της ενότητας. Το να είναι πολύ δεμένες και ειλικρινείς μεταξύ τους, ήταν το χρέος τους απέναντι στον ίδιο τον εαυτόν τους. Τα μυστικά είχαν στοιχίσει πολλά ανήκουστα και αρκετές οδυνηρές στιγμές, στην προσωπική ζωή της κυρίας Ελένης. Ανασκαλεύει την νεανική και την παιδική της ηλικία εδώ και καιρό και όποιος την ρωτούσε για την περίοδο αυτή έλεγε: «τα χρόνια που ριζώνουν τα μη και τα ναι μιας ζωής». Συχνά έλεγε στον εαυτόν της ότι η παιδική της ηλικία ήταν η παιδική ηλικία μιας άλλης γυναίκας.
Η σχέση τους – γιαγιά και εγγονή- ήταν σωματική, άγγιζε η μια την άλλη και με ερωτήσεις απλές στην αρχή προχωρούσαν σε ένα ημερολόγιο της μέρας και μετά έβγαζαν από μέσα τους ό τι είχαν που τις βάραινε και βέβαια δεν παραλείπουν και το απαιτούμενο ξώφαλτσο κουτσομπολιό. Έτσι περνούσαν οι μέρες και τα χρόνια και ήρθε μέρα που η κυρία Ελένη δεν μιλούσε πολύ, δεν άκουγα με ενδιαφέρον όπως παλιά τους άλλους. Πήρε την απόφαση μόνη της χωρίς να ρωτήσει κανέναν ούτε την εγγονή της. Θα πήγαινε στο χωριό της να μείνει για κάποιο καιρό. Ο πατέρας της μικρής ενημερώθηκε πρώτος και του ζητήθηκε η βοήθεια. Πως θα άφηνε η γιαγιά την εγγονή της στον πατέρα της μικρής με τον οποίο είχανε πει και εκδηλώσει σοβαρές διαφορές ; Είχε φροντίσει να έχει καλή σχέση με τον γαμπρό της μετά από πολλές βασανισμένες στιγμές μεταξύ τους. Δεν ήταν εύκολος άνθρωπος, ήταν δύσκολος και με πολλά προσωπικά προβλήματα, όπως ακριβώς και η γιαγιά Ελένη. Η γιαγιά τον κατηγορούσε μέσα της βαθιά για τον θάνατο της κόρης της. Πολύπλοκη ιστορία, την είχε γράψει μόνη της στο μυαλό της με τις δικές της εκδοχές και αναλύσεις. Όμως η ανάγκη της για απομόνωση ήταν σαν σίδερο στην καρδιά της που όλο και μπηγόταν πιο βαθειά. Την είχε πιάσει ένας φόβος μην πεθάνει πριν μείνει μόνη και ανασκαλέψει όλη της την ζωή. Είχε να πει πολλά με τον εαυτόν της. Η μάνα της ήταν μια γυναίκα που είχε φαντασία ανεπτυγμένη και την είχε μεταδώσει στα παιδιά της . Όλα περνούσαν από το φίλτρο της φαντασίας.
Η κυρία Ελένη είχε και έναν μικρότερο αδελφό από τον Ανδρέα, ανύπαντρο που πέθανε πριν λίγα χρόνια μετά από ένα ατύχημα σε ένα του ταξίδι στην Ιταλία που σπούδαζε, τον Γρηγόρη. Ένα ατύχημα που δεν το κατάλαβε κανείς πως ακριβώς έγινε. Ο θάνατος αυτός είχε στοιχίσει στη κυρία Ελένη που διατηρούσε σχέση στοργής με τον μικρότερο αδελφό. Μέχρι στιγμής πολλοί θάνατοι μαζεύτηκαν στην ζωή της, γονείς, συγγενείς, φίλοι τελευταία και ο αδελφός της ο Ανδρέας που ήταν λίγο και πατέρας της. Είχε αρχίσει να βρίσκεται σε μία ενδιάμεση κατάσταση.
Συχνά νόμιζε πως ότι έβλεπε γύρω της ήταν μια αυταπάτη, μια εικόνα αέρας και τότε έκλεινε τα μάτια της και προσπαθούσε να δει με κλειστά μάτια την πραγματική εικόνα που την έβλεπε πια μέσα από τα φωτισμένα της βλέφαρα, φωτισμένα από ένας φως μιας ζωής επερχόμενης, με λεπτές φλεβίτσες διανθισμένη. Όνειρα με πεθαμένους αγαπημένους, την κρατούσαν φυλακισμένη σε ένα ομιχλώδες παρελθόν. Ήθελε ένα καινούργιο μέλλον. Για τους λόγους αυτούς αποφάσισε να φύγει. Δεν μίλησε σε κανένα για όλα αυτά που αισθανόταν και της συνέβαιναν. Ντρεπόταν και φοβόταν. Ένας τρόμος.
Και πριν την πιάσει μόνιμος πανικός ενημέρωσε τον πατέρα της εγγονής της και την ίδια την μικρή Ελεάνα και σαν κατατρεγμένη, έφυγε με ένα λεωφορείο ένα βραδάκι, για το χωριό της, στην Πελοπόννησο. Το Μακροπούλι, ένα μικρό χωριό κοντά στην θάλασσα, ένα ψαροχώρι με πολλές λυγαριές και αμπέλια. Το θυμάται ως νησί, ένας μικρός λόφος και γύρω η θάλασσα. Όμως δεν ήταν νησί.
Κ γ΄
Ένα γκρι σύννεφο
Ήταν μια μέρα σαν τις άλλες όταν η παρέα από τα μικρά κορίτσια έφτασαν έξω από ένα περιβόλι και με χαρούμενη διάθεση και πολύ ζωηράδα περίμεναν να τους ανοίξει την πόρτα ο θείος της φίλης τους της Ελένης. Η μικρή φώναζε τον θείο της και γελούσε χαρούμενη. Είχε φέρει τα κορίτσια να μαζέψουν σταφύλια όπως κάθε τέλος Αυγούστου και αυτήν την χρονιά. Ο αδελφός του πατέρα της ο θείος Ανδρέας δεν είχε παιδιά και ζούσε μόνος κοντά στο αμπέλι του και ένα μικρό περιβόλι που είχε. Το σπίτι που έμενε είναι το σπίτι που θα μείνει η κυρία Ελένη στα τελευταία της χρόνια. Η γυναίκα του είχε φύγει και ζούσε στην Αθήνα με τους γονείς της. Είχε μια αρρώστια που δεν μπορούσε να την κάνει καλά ο θείος Ανδρέας. Έτσι μόνος που ήταν, ασχολείτο πολύ με τα ανίψια του μάλιστα το αγόρι, ο μεγάλος αδελφός της Ελένης, είχε και το όνομα του. Το αμπελάκι του κυρ. Ανδρέα ήταν ονομαστό για το άρωμα και την γεύση των σταφυλιών του και έτσι είχε πολλές επισκέψεις από μικρούς και από μεγάλους.. Ένα μικρόρωγο μαυριδερό γλυκό σταφύλι. Οι κοπέλες με τις οδηγίες του θείου κόβανε και βάζανε η κάθε μία, τσαμπιά στις σακούλες τους, μέχρι να γεμίσουν, ενώ βυζαίνανε πότε πότε καμιά ρόγα. Η Ελένη ήταν η μικρότερη, η πιο άταχτη και ανυπάκουη και στυφνή. Οι γονείς της την πρόσεχαν πολύ. Πόσες φορές δεν τους είχε βάλει σε μπελάδες και πόσες φορές δεν είχε βρει τον εαυτόν της, σε δύσκολη θέση αλλά και σε κίνδυνο. Σπασμένο κεφάλι, γδαρμένα πόδια, στραμπουληγμένο χέρι και ράμματα και στα δύο γόνατα αλλά και βίαιες ενέργειες στα παιδιά που έπαιζε, παρεξηγήσεις με τους ανθρώπους του χωριού. Ήταν ένα αρρωστιάρικο παιδί, νευρικό και επίμονο. Η Ελένη ήταν το μόνο κορίτσι στην οικογένεια και είχε απ’ όλους υπέρμετρη προσοχή και ενδιαφέρον. Ήταν ένα μελαγχολικό παιδί και συχνά οι γονείς της δεν ήξεραν πώς να την πλησιάσουν. Και το χειρότερο δεν είχε συμβεί ακόμη.
Όταν η παρέα των κοριτσιών εκείνο το Φθινόπωρο τρυγούσε το αμπελάκι του κυρ. Ανδρέα ένα γκρι σύννεφο ταξίδευσε στον ουρανό . Έπιασε το μεσημέρι. Έκανε ζέστη ακόμη και την ημέρα αυτή ακόμη πιο πολύ. Οι ατμοί της γης ενώνονταν με τους ατμούς του ουρανού. Οι κοπέλες ξάπλωσαν κουρασμένες πάνω σε μία κουρελού κάτω από ένα δένδρο.
Η μία δίπλα στην άλλη. Γρήγορα ο ύπνος ήρθε και τα βλέφαρα σφράγισαν για λίγο τα μάτια τους. Η Ελένη η πιο μικρή ήταν δίπλα στην Αγνή. Η Αγνή ήταν η πιο μεγάλη και η πιο όμορφη, ο αρχηγός της παρέας. Η Ελένη δεν την συμπαθούσε. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Της εναντιωνόταν συνέχεια, καβγάδιζαν συχνά και όχι λίγες φορές η Ελενίτσα όπως την αποκαλούσαν, έκλαιγε και έφευγε από την παρέα.
Τελευταία πάλι οι δύο τους, Αγνή και Ελένη, είχαν μαλώσει άγρια και σήμερα ήταν η πρώτη μέρα μετά τον τσακωμό που ήταν σε απαρτία όλη η παρέα. Η Αγνή ήξερε τα πιο πολλά, για όλα τα θέματα και τα κορίτσια την ρωτούσαν για όλα.
Είχαν αρχίσει και οι ανησυχίες οι ερωτικές για τις μεγαλύτερες. Οι κουβέντες όλο και πιο συγκεκριμένες γινόντουσαν. Δεν απομάκρυναν τις μικρότερες. Μικρές και μεγάλες είχαν το ίδιο ενδιαφέρον για τα μυστικά των μεγάλων.
Η Ελενίτσα άκουγε και μετά πήγαινε στις κούκλες της και δοκίμαζε διάφορα πάνω στα ροζ πλαστικά κορμάκια. Ήθελε να ρωτήσει την μητέρα της αλλά δεν το αποφάσιζε. Έτσι έμενε αβοήθητη και περίεργη. Την ημέρα εκείνη τα συναισθήματα της ήταν μπερδεμένα. Ήταν χαρούμενη αλλά και θυμωμένη ακόμη με την Αγνή. Δεν ήξερε πως να την πλησιάσει και ένοιωθε άβολα και ανίσχυρη. Ξύπνησε πρώτη από ένα σύντομο ύπνο, ιδρωμένη. Κολλημένη δίπλα της κοιμάται με βαθιά ανάσα και λιωμένο το σώμα της, η Αγνή. Κοιμόταν και έβλεπε όνειρο γιατί έβγαζε κάτι μικρούς ασυνάρτητους ήχους. Το φόρεμα της είχε ανασηκωθεί μέχρι ψηλά αφήνοντας ακάλυπτους τους μηρούς της και το στήθος ανεβοκατέβαινε και πρόβαλε ροδαλό από την γαλάζια μπλουζίτσα που φορούσε με τα άσπρα μικροσκοπικά κουμπάκια. Η Ελένη σηκώθηκε προσεχτικά και απομακρύνθηκε από τις άλλες κοπέλες. Περπατούσε στον ίσκιο και μάζευε αφηρημένη κλαδάκια. Κάποια στιγμή ξεχώρισε ένα δυο και επέστρεψε στην παρέα των κοριτσιών. Έκατσε από την έξω μεριά για να μην τις ξυπνήσει. Έκατσε και το βλέμμα της σφηνώθηκε στην Αγνή και χωρίς να έχει συναίσθηση τι έκανε παίρνει ένα από τα κλαδάκια που κρατούσε στα χέρια της, σαν ανθοδέσμη μαραμένη, και αυτό το κλαδάκι το χώνει στα μισάνοιχτα πόδια της Αγνής με μία ορμή πρωτόγνωρη κρυμμένη μέσα της. Μια φωνή ακούστηκε από το σώμα της Αγνής και από την ίδια την Ελένη και αμέσως κλάματα και άλλες φωνές και όλα τα κορίτσια ξύπνησαν και έγινε σαματάς. Η Ελένη είχε παγώσει και κρατούσε ακόμη το ξυλάκι όταν είδε σταγόνες αίμα στα σκέλια της Αγνής.
Η Αγνή να κλαίει και να φωνάζει και οι κοπέλες να την τραβάνε μακριά, δεν θυμάται τίποτα άλλο. Ξύπνησε από τον ύπνο μ’ ένα όνειρο ακόμη ζωντανό. Έβλεπε πως είχε πάει με τους γονείς της στην γιαγιά της στην Αθήνα. Δεν ήταν όμως όνειρο, ήταν πραγματικότητα, βρισκότανε στο σπίτι της γιαγιάς της στην Αθήνα.
Κ δ΄
Η επιστροφή
Από τότε η κυρία Ελένη έχει να δει το χωριό της. Έφυγαν και δεν ξαναγύρισαν. Την Αγνή θα ήθελε να βρει, δεν ξέρει αν ζει. Το επεισόδιο το έμαθε πολύ αργότερα από την γιαγιά της. Πιο μικρή γύρω στα έξι, παίζανε τον γιατρό, τους αρρώστους και τις νοσοκόμες και το διασκέδαζαν ανακαλύπτοντας το σώμα τους και το σώμα των άλλων μέσα από αυτό το παιχνίδι. Αλλά όταν έγινε το επεισόδιο με την Αγνή, η Ελένη ήταν στα εννέα της χρόνια δεν ήταν έξι τότε που ακόμη παίζαμε ανέμελα μέσα στην άγνοια του ένστικτου. Στα εννιά της ήταν διαφορικά. Το σώμα απαιτητικό και βάναυσο άχαρο και αδέξιο μαζί. Μια σύνθεση παιδιού και γυναίκας αθωότητας και διαβολιάς. Μόνο όταν γέννησε την κόρη της τότε άρχισε να βλέπει την γυναικεία φύση από κοντά να την μελετά και να την κατανοεί. Εκείνη δεν είχε την δική της εικόνα, το να είσαι γυναίκα, πως ήταν. Μπορείς να πεις για κάποιον πως πραγματικά νοιώθει και γιατί ; και ειδικά ένα παιδί; Είχε καταστραφεί η εικόνα αυτήν από το χαμό της μικρής Αγνής τότε πριν καλά καλά ανθήσει στα εννιά της χρόνια. Την Αθήνα την γνώρισε στα δεκαοχτώ της . Μετά το επεισόδιο με την μικρή Αγνή, η οικογένεια έμεινε για λίγο στην Αθήνα και αμέσως μετά έφυγε και εγκαταστάθηκε στην Λάρισα εκεί που ο αδελφός της μητέρας της ζούσε και είχε καλή δουλειά. Όμως τέλειωσε στο γυμνάσιο γύρισαν ομαδικά στην Αθήνα για να σπουδάσουν τα τρία παιδιά. Η Ελένη δεν είχε ξεχάσει τελείως τα παιδικά της χρόνια και το μυαλό της ξαναγυρνούσε σε μια ομιχλώδη περίοδο. Μαζί με μια μπερδεμένη εικόνα που ερχόταν και ξαναερχόταν στα όνειρα της, έβλεπε λυγαριές ανθισμένες και εικόνες από τρύγο.
Τότε γνώρισε τον μελλοντικό της άνδρα τον Δημήτρη που έγιναν πριν απ’ όλα φίλοι και συνεργάτες σε ένα γραφείο λογιστικό που άνοιξαν πριν τον γάμο τους κοντά στο σταθμό της Λάρισας όπου αργότερα η Ελένη θα ζούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της.
Ο Δημήτρης είχε ζήσει στην Αγγλία δουλεύοντας σε ένα πολυκατάστημα στο λογιστήριο και γύρισε στην Αθήνα για την Ελένη. Την είχε γνωρίσει στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Δεν μπόρεσε να ξεχάσει, το συγκρατημένο της χαμόγελο, την εγκράτεια της, την φαινομενική της ψυχρότητα, την υπευθυνότητα και μια αποστασιοποίηση στο βλέμμα της, που την μεταμόρφωνε σε ένα αίνιγμα. Του ήταν κοντινή και απρόσιτη και ενώ ήταν πάντα απλή και ειλικρινής, ήταν φανερό πως υπήρχαν πράγματα που έμοιαζαν ασύλληπτα για εκείνη.
Κ ε΄
Λυγαριές με μυρωδιά θάλασσας
Το χωριό ήταν σε ένα μικρό ύψωμα κοντά στην θάλασσα. Το ονόμαζαν ανεπίσημα Λυγαριά. Κατηφόριζες και έφτανε εκεί που έσκαγε το κύμα. Η Ελένη είχε μείνει μόνη αν εξαιρέσεις την εγγονή της την Ελεάνα. Όλοι οι άλλοι είχαν πεθάνει. Είχε οσμές και χρώματα απ’ το χωριό και μύθους που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ.
Όταν ρωτούσε τους δικού της για κάποια γεγονότα όλοι της έλεγαν το ίδιο -που τα φαντάστηκες όλα αυτά; Οι πρώτες μέρες πέρασαν γρήγορα με τα απαραίτητα μαστορέματα και την συναντήσεις με τους λιγοστούς γνωστούς που είχαν απομείνει. Η παραμονή στο χωρίο της είχε ολοκληρωθεί πολύ σύντομα. Οι περισσότεροι δικοί της είχαν φύγει, ή ήταν στο νεκροταφείο του χωριού και οι νεότεροι, της ήταν ξένοι. Τι θα έκανε; Είχε κουραστεί και στα 73 τις χρόνια ένιωθε ότι ήθελε να μείνει μόνη. Η νέα κατάσταση στο χωριό την έθλιβε αλλά και την βόλευε.
Ξένη μέσα σε ξένους αλλά σε ένα πατρογονικό περιβάλλον και σε ένα σπίτι που την ταξίδευσε πολλά χρόνια πριν. Τι έβλεπαν οι άλλοι σ’ αυτήν παρά μια γερασμένη γυναίκα. Πολύ καλά, αυτό ήθελε. Εκείνη τι έβλεπε στην γιαγιά Ελένη?
Έβλεπε το ανήσυχο βλέμμα και ένα χαμόγελο σβησμένο, με ένα σώμα στητό που το κράταγε με πολύ προσπάθεια όρθιο και περίεργο ακόμη. Πιο πολύ την τρόμαζε το βλέμμα της. Το άνοιγμα των ματιών σαν να μη μπορούν να πάρουν ανάσες, σαν να πνίγονται τα δυο της μάτια. Αυτό το βλέμμα πόσες φορές δεν το είχε δει σε ανθρώπους λίγο πριν φύγουν από την ζωή. Θα έπρεπε να κάνει πολλές ανατροπές να προλάβει. Τι : δεν ήξερε ακόμη. Την μυρωδιά του χώματος ίσως. Εκεί που θα γινόταν η τελική επιστροφή. Να φυτεύει και να κάνει καθημερινά απλά πράγματα και η μια μέρα να διαδέχεται την άλλη, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο εκτός από τις εναλλαγές της φύσης. Την άλλη μέρα το πρωί και για όλες τις μέρες τα ίδια, μέχρι η λύπη να γινόταν μια άχρηστη αίσθηση. Θα περνούσε τον καιρό της με παλαιές φωτογραφίες. Ίσως εκεί έβρισκε μα ανακούφισης μέχρι να κατανοούσε ολοκληρωτικά τον κρυφό εαυτόν της αυτόν το εαυτόν που μόνο κατανόηση μπορεί πια να τις προσφέρει. Έγραψε ένα γράμμα στην εγγονή της και αποκομμένη από όλους και όλα φρόντισε το μικρό ερείπιο, το πατρικό, τον δικό της επίγειο παράδεισο. Θα ζούσε εκεί.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε κεφάτη. Ετοιμάστηκε φόρεσε ένα ταγιεράκι καφέ γκρι, που το βρήκε στην ντουλάπα της μάνας της. Θα πρέπει να ήταν ή της μάνας της ή της θείας Κατερίνας αδελφή του πατέρα της, που έμεινε για κάποιο καιρό στο σπίτι αυτό. Με το πρωινό λεωφορείο έφυγε για το ταχυδρομείο της κοντινής πόλης. Πήρε την σύνταξη της, κράτησε ένα μέρος και το υπόλοιπου το έστειλε στην εγγονή της. Μετά περίμενε το λεωφορείο να επιστρέψει στο χωριό της.
Ήπιε ένα καφέ στο κοντινό καφενείο, που ήταν ακριβώς όπως τον έφτιαχνε η ίδια και χάρηκε τον ήλιο του μεσημεριού. Στην διαδρομή μύριζε ο αέρας, μούστο, λυγαριά και το άρωμα από τα χόρτα που είχαν φουντώσει. Ήταν Σεπτέμβρης μήνας του έτους…….. Η ζωή ξεκινούσε και πάλι.
Επιμύθιο.
Η Κυρία Ελένη πέθανε το περασμένο καλοκαίρι το έτος…… στο χωριό της, ένα βράδυ, μια Παρασκευή. Σταμάτησε η καρδιά της. Στο κομοδίνο της, βρήκαν ένα ποτήρι με καθαρό νερό και μέσα ένα μικρό μπουκέτο από φύλλα λυγαριάς. Στον τάφο της δεν έγραψαν τίποτα, όπως το επιθυμούσε.
*
©Μαρία Πανούτσου
φωτο©Στράτος Φουντούλης
Διαβάστε ὀλα κείμενα της Μαρίας Πανούτσου →
Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.