Κοιτάζοντας γύρω
αφουγκράσου το αναπάντητα δοσμένο,
την ουτοπία σύλλαβε αγγίζοντας
των σωμάτων τα δελεαστικά αινίγματα.
Στο λευκό περπάτα
πισωβλέποντας την θάλασσα,
πίνοντας του φεγγαριού τα κίτρα.
Κι αν σ’ αποσπάσει το ηλιοβασίλεμα,
δες που κρύβονται τ’ αστέρια
όταν δεν είναι ερωτευμένα,
πως αντιμάχονται τον ήλιο όταν ερωτεύονται,
ξέροντας τον χαμό τους.
Στις αποκρίσεις των ματιών μυήθηκα.
Σιωπές αμείλικτες τον χρόνο αίρουν.
Τις ενοχές των αστεριών αρνήθηκα.
Χείλη ενδοτικά,
παλμοί των άκρων σου νεύματα μαγεμένα.
Κόρες χίμαιρες, αφές γυμνές στον ήλιο,
με τα μαλλιά τους βράχους αγκαλιάζουν.
Μέτωπα ιδρωμένα,
στήθη των κυμάτων όρθροι.
Μεσ’ τα χέρια σου τα ακρόθινα αγναντεύω,
μέσα στ’ ακρόθινα με ρίγη ναυαγώ.
Αργέστης εμειδίασε!
των ομμάτων σου ελαιώνων συγκομιδή.
Μονιές δακρύων,
λύκοι απέλπιδες εξορμούν.
Εκζήτηση; Λήθη;
Στις κοιλάδες ομορφαίνουν τα ήθη.
Τις γρίλιες σου ψαύοντας,
τα ξάγναντα μέλπουν.
Λιμνών έθιμα
ύμνη παθών,
καιροί ερυθροπάρειοι
πελάγη εκμαυλίζουν,
σαγήνες οιωνοσκοπούν,
δρυμοί αναιδώς ρέπουν,
τα κρίνα καθομολογούν,
απαράμιλλα τα έργα σου Βάκχε!
Η έως θλίβεται όταν κοιτά,
του γεραιόφρονος ευτελή καρδιά.
*
©Λεωνίδας Καζάσης
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.