Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Χάραξη και Επιχρωματισμός

Joseph Cartwright: Ζάκυνθος, το λιμάνι, χαλκογραφία 1821 – Γεννάδιος Βιβλιοθήκη

Μικρό μονόπρακτο
Του θεάτρου
Των
Ιονίων Νήσων

Αφηγητής

[…Ζακυνθινή πλατεία, για την ακρίβεια μία από τις δώδεκα, έγχρωμες χαλκογραφίες από τα Ιόνια νησιά, σε χάραξη και επιχρωματισμό από τους Havell και υιός. Μερικοί Άγγλοι στρατιώτες κάτω δεξιά που μιλούν και πειράζουν τα κορίτσια. Ο έμπορος ζώων με το μικρό κοπάδι του, μερικοί κοστουμαρισμένοι, σκόρπιοι εδώ και εκεί και πάνω αριστερά οι μαυροφορεμένοι εισπράκτορες του στέμματος. Τα μεγάλα κτίρια στο βάθος διαθέτουν πολλά παράθυρα και για εκείνον που έχει βρεθεί πρόσφατα στην υπέροχη πλατεία του Αγίου Μάρκου στην ζακυνθινή πρωτεύουσα, μπορεί ακόμη και τώρα, μες σε αυτές εδώ τις σκηνικές οδηγίες να διακρίνει ξεκάθαρη την απλοσύνη του μέρους.
Ανάμεσα στις παρέες του φόντου όμοια ντυμένοι, δίχως καμιά παραλλαγή από την φθορά του μουσαμά που επιστρατεύσαμε, από την πατίνα των χρωμάτων που κερδίζουν τον χρόνο στα σημεία, συγκεντρωμένοι δυο άνδρες ηθοποιοί. Κοιτούν το πλήθος και μιλούν. Την προσοχή τους κερδίζουν κάτι άσχημες γυναίκες με έκδηλα τα σημάδια της κακότροπης μοίρας πάνω τους, αποτέλεσμα κάποιας αρρώστιας ή μιας κατάρας που τις βαραίνει. Ο ένας από τους δυο κυρίους, επ΄ονόματι Τζόζεφ μιλά στον κύριο Κ. για τον οποίο άλλα στοιχεία δεν διαθέτουμε παρά μόνον μια ένδειξη του παραστήματός του. Οι δυο τους γελάστηκαν, σε όλη την διάρκεια της ζωής τους γελάστηκαν. Και τούτην την τρομερή συνείδηση κάνει θέμα της  η πρόζα που απόψε σας αφηγούμαι…]

(Ο αφηγητής, που από μας γνέφει από ένα χαμένο σύνορο, λέγοντας όλα τα παραπάνω λόγια, χάνεται στην άκρη του σκηνικού, κομμάτι γίνεται της πλατείας και στοιχείο να πούμε σκηνογραφικό.)

Τζόζεφ: (κομψά βαλμένος στο παλτό του, με ένα ημίψηλο, σκισμένα πουκάμισα, κάτι αποφόρια μόδας περασμένης, βρετανικής) Τις είδες;

Κύριος Κ.: (χαμογελώντας, σαν να μην θέλει να μεταβάλλει την διάθεσή του) Και μόνο που τις αντικρίζω, έτσι, με πρόσωπα μαυρισμένα, (όλα τα λέει με μισόλογο, με σφιγμένα δόντια) να σέρνονται, είδες την ράχη τους; Όλο φολίδες, σαν παράξενα θηλαστικά. Σε ποιον τόπο ζούνε άραγε, τι κόσμος να είναι ο δικός τους;

Τζόζεφ: Λένε πως ήταν τιμωρία, κατάρα που λένε.

Κύριος Κ. : Θα αστειεύεστε! Πιστεύετε και εσείς αυτούς τους αγύρτες; Ντροπή!

Τζόζεφ: Λένε

Κύριος Κ. : (στρέφει το πρόσωπό του στον άλλον, κοιτώντας τον με θυμό και απορία, κανείς δεν ήξερε στα αλήθεια τι σήμαιναν εκείνα τα μάτια του) Σας είπα, η ομορφιά για μένα συνιστά πρωτίστως, (μικρή παύση), τον τρόπο της ύπαρξης, τον πλέον ενδεδειγμένο. Για μένα, αγαπητέ, το όλο ζήτημα δεν συνιστά προϊόν μιας παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς. Πρόκειται για μια φυσική απρέπεια.

Τζόζεφ: Πώς τολμάτε;

Κύριος Κ. : (ειρωνικά) Υπήρξα σκληρός;

Τζόζεφ: (απομακρύνεται από κοντά του, οι γυναίκες τώρα περνούν εμπρός τους. Κλειστά, πυώδη μάτια, με λιγοστά μαλλιά, κάτι γύψινα κρανία με ακαθόριστο σώμα και στόματα αχαλίνωτα. Κάποιος ποιητής μίλησε κάποτε για εκείνες και άλλο τίποτε να προστεθεί σε εκείνο το δράμα δεν υπάρχει) Αρνήθηκαν με την ψυχή τους, αρνήθηκαν την ζωή σε εκείνες τις γυναίκες. Τις νύχτες που χτυπούσε ο κεραυνός, εκείνες τραγουδούσαν. Οι φτωχές, που έγερναν στην πόρτα τους, σε ένα άχρηστο, βενετσιάνικο πορτόνι, πάντα κλειστό, οι φτωχές έκλαιγαν μες στην παγωνιά. Ύστερα έγερναν και πέθαιναν με τα μάτια τους σαν μέσα σε κόχες, όπως σπηλιές των ακρωτηρίων και άδειες φάλαγγες των δελφινιών. Λένε, πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα, από εκείνη την άρνηση. Αδελφός σε αδελφό, κατατρεγμένος σε κατατρεγμένο, σχεδόν σημαίνει να πεθαίνεις.

Κύριος Κ. : (χαμογελά, μα ακούει με προσοχή. Οι γυναίκες τώρα έχουν περάσει, οι δυο τους στέκουν έξω από την βιτρίνα των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων. Μα ο νους τους βρίσκεται ακόμη στην ιστορία) Τα λέτε τόσο ωραία, σαν κοριτσόπουλο μου αραδιάζετε ιστορίες για αρλεκίνους!

Τζόζεφ: (ακούγεται αχνό το εμβατήριο. Μια σημαία υποστέλλεται κάπου στον κόσμο. Μα για την ζακυνθινή πλατεία τώρα υψώνεται το φεγγάρι, σημάδι νύχτας μεγάλης και άγιας.) Αυτά που λέτε εσείς πως αρμόζουν σε φήμες παιδαριώδεις, συνιστούν την τρομερή μας ιδιοτροπία. Διότι βλέπετε κύριε, συνηθίσατε τον εαυτό σας και δεν βλέπετε πως εκείνες εκεί οι γυναίκες, -μα πείτε μου, θέλετε να τις φωνάξω κοντά μας; – σας μοιάζουν τόσο πολύ. Αυτός ο μύθος διαθέτει μια παιδαγωγική αξία για αυτό το νήπιο που πασχίζει για τα πρώτα του βήματα, πάντα πασχίζει. Δεν βλέπετε πως δεν υπήρξαν παρά ένας κίνδυνος, σοφά ζωγραφισμένος στο τετράδιο του ποιητή; Δεν αναγνωρίσατε στην λύπη του μοιρολογιού το μερίδιο της ευθύνης σας.(ειρωνικά λαμβάνει την θέση του)

Κύριος Κ. : (ενοχλημένος, πλησιάζει την βιτρίνα.) Μιλήστε για εσάς! Ή καλύτερα, πάψτε επιτέλους αυτήν την συζήτηση, αν δεν θέλετε να! (ο άνδρας κοιτάζει το είδωλό του στην βιτρίνα. Ένα υπερωκεάνειο, ένα ακριβές μοντέλο τον χωρίζει από τον εαυτό του.)

Τζόζεφ : Ας πούμε πως μια επιδημία, ας πούμε πως μια τέτοια, φριχτή μοίρα χτύπησε εκείνες τις γυναίκες. Ας πούμε, πως μια άγρια αρρώστια που επέστρεψε δυο χιλιάδες χρόνια μετά, αρπάζει στα νύχια της το πρόσωπό μας. Κοιτάξτε! (οι δυο τους προσηλωμένοι στην βιτρίνα, στο πλοίο που τώρα απομακρύνεται όλο νέφη από το λιμάνι του.)

Κύριος Κ. : (αγγίζει το πρόσωπό του) Δεν μιλάτε για εκείνες, ποιος είστε; Εκεί, μες στην βιτρίνα σας βλέπω καθαρά. (το εμβατήριο παιανίζει δυνατά και ακούγεται ο ήχος του ανέμου. Το φόντο σβήνει και ανάβει τώρα μια σειρά από πολύχρωμους λαμπτήρες, σαν αυτούς που ανάβουν στις ταβερνούλες της καλοκαιριάτικης προκυμαίας.) Δίχως τεχνάσματα! Δείτε τα πρόσωπά μας, (κλαίει), ρίζες φριχτές!

Τζόζεφ: Μοιάζετε να έχετε το χρώμα του ασημιού. Εσείς, ταραχτήκατε αληθινά, υπήρξατε ανυποψίαστος, το κακό σας βρήκε απροετοίμαστο, ξέρω, σας νιώθω κύριε. Όμως πρέπει να πηγαίνω. Να με συγχωρείτε, κύριε, όλα αυτά υπήρξαν μονάχα φήμες, λαϊκές ιστορίες δηλαδή, τίποτε άλλο. Μην τις πιστέψετε, αλίμονο (όλα τα παραπάνω ο Τ. τα λέει με τρόπο, υπονοώντας τις πιο μύχιες, καθώς λένε σκέψεις του.)

Κύριος Κ. : (έκπληκτος, τόσο μόνος) Και το πρόσωπό μου; Και αυτό, παραμύθι, φαντασίωση; Σαν τις ιστορίες σας;

Τζόζεφ: Όχι, αυτό κύριε, πέρα για πέρα αληθινό. (του απαντά συνομωτικά, οι λαμπτήρες σβήνουν, επανέρχεται το φόντο, όλα ακινητούν και το εμβατήριο παιανίζει τώρα έξαλλα.)

Κύριος Κ. : Θα κυνηγήσω την ομορφιά, κύριε! Για χάρη τους, κύριε!

(Ο κύριος Κ. κάτι προλαβαίνει και φωνάζει, οι άλλοι τον κοιτούν, εκείνος ντρέπεται, χάνεται στην ι,στορία, σαν κάθε τι ελληνικό, ωραίο και πρόσκαιρο, μικρό, μέγα.)

*

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→