Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου, Μελαχρινή μου Ατροπίνη

Η καλύτερη κραυγή μου
Ήσουν εσύ

H Παραγγελιά μου
Ή
Μελαχρινή μου Ατροπίνη

Άνοιξαν και μπήκαν στο μαγαζί. Είχε σκοτεινιά και από παντού μύριζε βαθιά υγρασία. Είχαν στοιβάξει τα τραπέζια σε μια άκρη. Και η πίστα παρέμενε υπερυψωμένη, ένα belvedere στην καρδιά της Κυψέλης. Πάνω μια σειρά λαμπιόνια και ατέλειωτα χιλιόμετρα καλώδια. Στο κέντρο της πίστας είχαν αφήσει κάτι κούτες, πρόχειρα κλεισμένες. Ζήτησαν κάποιον να τις πάρει μα δεν ήξεραν ποια εποχή αφορούσαν και αν τάχα κάτι σήμαιναν βαθύτερο. Κάποιος από το πλήθος, είπε, θα μας τσακίσει τόση νοσταλγία όμως κανείς δεν άκουσε. Έφεραν έναν χειριστή μαζί με την μουβιόλα του. Θα ήταν πάνω από ογδόντα χρόνων και έσερνε τα βήματά του. Είδε τις μπομπίνες μες στα κιβώτια, έστησε πρόχειρα μια σιδερένια κατασκευή και ευλαβικά πέρασε το φιλμ στον μηχανισμό. Όσοι τον ήξεραν, του φώναζαν γεια σου Γιώργο και παρατηρούσαν το πώς και το γιατί αυτού του πρίγκιπα. Στο μεταξύ απ΄έξω περνούσαν τα σαββατόβραδα σωρός με μουσικές στην διαπασών. Κάτι λαϊκά της εποχής και άλλες γλώσσες, κορίτσια με πολύχρωμα καφτάνια που γυρεύουν τον άνθρωπο στις εκκλησιές των Ευαγγελιστών. Πλημμύρισε με φως η σάλα και φάνηκε που είχε γεράσει αναπάντεχα, εκεί, μες στο παλιό της δέρμα. Στον απέναντι τοίχο προβλήθηκαν τα στιγμιότυπα μιας ολόκληρης εποχής.  Στο φιλμ φάνηκαν πρόσωπα που έχουν πνιγεί στους ύπνους, χρόνια τώρα. Και οι δεκαετίες στολίστηκαν και όλοι κοιτούσαν, όπως κοιτάζει ένας άντρας την γυναίκα που κάποτε επόθησε. Για εκείνον τον άλλον, τον μη ελπίζοντα πια δεν είπανε κουβέντα. Έκλεισαν την γεννήτρια και μες στο μαγαζί γεννιόταν από την αρχή το θαύμα του σελιλόιντ. Μα στα αλήθεια, ξέρεις τι φώτιζε εκείνη την νύχτα; Η ποίηση, αδελφέ μου, η ποίηση.

Κάποιος υπαγορεύει τις κινήσεις πίσω από τον φακό. Οι άλλοι εκτελούν, μια μουσική μπλέκεται στα σύρματα της νύχτας. Ότι κλειδώθηκε μες στους λαιμούς, τώρα χορεύει . Μας θυμήθηκαν τα ρεφραίν και ήρθαν να ξεδιψάσουν.  Μας φιλούν τα στόματα, μπλέκονται και περνούν στο αίμα μας.

Τώρα, θα μου πεις, στάζοντας λύπη,  όλη εκείνη η ζωή μεταμορφώθηκε σε πεπρωμένο. Οι κύκλοι κλείνουν με τρόπο φριχτό, μου είπες, χαρίζοντάς μου ένα σκουρόχρωμο, σταμπωτό μαντήλι. Πιο πίσω στο φόντο ξεχώριζε ο σπαθάτος καπλαμάς του χρόνου. Θα σε φωνάζω Κατερίνα μου είπες με την φωνή σου γυαλωμένη, μέσα από στέρνες .

Κάποιος έδινε οδηγίες και τα αγάλματα εκτελούσαν. Λίγο φως άμα πέσει, όλα θα καταστραφούν, προσέξτε.

Λήψη 1η
Η σάλα είναι άδεια. Απέναντι δουλεύουν σιδηρικά, χρώματα και τα ρέστα. Μέσα , να ξέρεις, πως σφάζονται παλικάρια. Πιο πέρα ο μύθος, το έθιμο, η δήλωση. Σε μια άκρη κάποιος πίνει. Σηκώνει τα χέρια του, έτσι δίχως λόγο και ελπίδα. Παίρνουν εμπρός τα ρεύματα, κάποιος ξαφνιάζεται, δυο τρεις το βάζουν στα πόδια. Ο χορευτής δεν έχει ελπίδα. Έτσι όμως ζουν οι τραγωδίες. Σε άδεια μαγαζιά, με τραγουδιστές νεκρούς και το πάθος της Ηλέκτρας.

Η φωτογραφία αποθανατίζει το αβέβαιο, ποιητικό κατώφλι εκείνου του μαγαζιού. Ετοιμόρροπο, μα προσέξτε, ποιητικό. Πάει να πει, με το πάλκο του και την τιμή του και την αυταπάρνηση. Γωνία Αγίου Μελετίου και Ιωάννη Δροσοπούλου. Το αρνητικό θα φθαρεί κάπως και ίσως περαστεί λίγη σκιά , ωσότου αγγίξουμε το αίσθημα και την μνήμη.

Οι καπνοί από τα τσιγάρα πετούσαν σαν πνεύματα θεατρικά. Ο ιδρώτας έπεφτε στα πρόσωπά τους και τα έκοβε. Μια φωνή φτεροκοπούσε μες στο άδειο μαγαζί. Οι εργάτες με ασβεστωμένα χέρια κατηφόριζαν προς την Πατησίων. Όλα εκεί συμβαίνουν Κατερίνα.

Λήψη 2η
Μια κοπέλα, παλιά παιδική ευτυχία έγραψε στον καθρέφτη δυο, τρία λόγια. Και έπειτα πέρασαν τα χρόνια, λεωφόροι ολόκληροι γκρεμίζονταν και το κορίτσι χαλούσε το μακιγιάζ του με άγαρμπες κινήσεις. Πίσω έσβηναν τα φόντα, καθρέφτες, νερά, τα σύνεργα της μοναξιάς της. Ένας παλιός έρωτας ξενύχταγε πάνω στα μάγουλά της. Τι να σημαίνουν άραγε τα αμήχανα μάτια της στο βάθος του φακού, κανείς δεν ξέρει.

Να φροντίσετε πίσω της να χτυπάνε τα ακόρντα των λαϊκών τραγουδιών. Να δείξετε σεβασμό στην ησυχία γύρω από το πρόσωπό της. Θυμηθείτε, η Κατερίνα ήταν πάντα ένα θέατρο ολοκληρωτικό, η σκηνογραφία με τις δαμασκηνιές στόφες που χάθηκε και πάει. Ίσως χρειαστούμε ένα λαμπρό, μεγαλειώδες κολλάζ με σκηνές από τις μυθιστορηματικές δεκαετίες.

Έξω παίζονται οι σκηνές του δρόμου. Πυγμάχοι, ζητιάνοι, παιδιά του δρόμου περνούν και χάνονται. Μες στο μαγαζί στάζει από παντού μια φίνα, ανδρική μελαγχολία. Δεν έχει ελπίδα εκεί έξω. Μονάχα φιλμ που γράφονται στο φως και καταστρέφονται. Επάνω στο ρεφραίν κάποιοι χορεύουν, όπως τότε. Και οι πράξεις τους, να ξέρεις, διαθέτουν μια βάση οργιαστική, πλησιέστερη στους έρωτες και την καταστροφή.

Λήψη 3η
Κατάμεστη η πίστα από τις γκόμενες του σαββατόβραδού. Πνιγμένη στα φιλιά και τα στρας η πίστα. Τα πρόστυχα φερσίματα δίνουν και παίρνουν. Όσοι κατόρθωσαν να σωθούν από τόσες και τόσες θάλασσες, φορούν τα κατάμαυρα πρόσωπα παλιών ασημικών και χορεύουν με την καρδιά τους. Τσάμικοι και περιστύλια και γύψινοι, κακόγουστοι ερωτιδείς και οι άνθρωποι της ασφάλειας που πουλάνε πληροφορίες στα γύρω στενά. Όσοι έζησαν κάποτε εδώ πάτησαν τον θάνατο με έρωτα. Φροντίστε να δείξετε εκείνα τα κορίτσια που ήταν όμορφα.  Δανάη, Ελπίδα, Χαρά, Μαρία. Ελασσόνα, Δομοκός, Φλώρινα, Βόλος, Δραπετσώνα, Νέοι Επιβάτες, Σεπόλια, Άγιος Παύλος. Φανταστείτε πως γερνούνε εμπρός στον φακό σας και η ζωή τους δεν λύνεται πια. Είναι όλες τους το είδος της τέχνης  που πέρασε Κατερίνα.

Οι περισσότεροι χάνονται μες στην νύχτα. Παίρνουν τα ρωμαϊκά τους πορτραίτα, συνωστίζονται πέριξ των περιπτέρων, βάφονται με αίματα. Στα σχοινιά κρέμονται τίτλοι και πρόσωπα, σκληρό δηλητήριο, προσευχές σε άλλες γλώσσες, αφίσες για πρόβες που ακυρώθηκαν, αποχαιρετισμοί και σώματα. Όσοι αντέχουν μπαίνουν στο κάδρο της εποχής τους και χάνονται. Το φιλμ τρέχει με την ζωηράδα ενός παιδιού που ξαναζεί. Έπειτα από χρόνια, όταν κάποιος θα ξαναμπεί σε εκείνο το μαγαζί, θα δει πουκαμισάκια καλοκαιρινά και χιτώνες και αγήματα στρατιωτικά. Ανεμίζουν μαζί με τις αρχαίες τους βιοτεχνίες, μυρίζοντας έρωτα και θάνατο. Κοιτάζουν γύρω τους, βαδίζουν τριγύρω στα τέσσερα σαν σκυλιά και σαν πεταλούδες, όταν πρέπει να μιλήσουν διαπιστώνουν πως η Κατερίνα με ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι κράτησε το πιο λυπητερό ενθύμιο από τα ερείπια εκείνου του αμφιθεάτρου. Τίποτε δεν έσωσε, μονάχα τις ζωές μας έκανε κάπως ανυπόφορες και κάπως σκληρές. Έτσι όπως κλαίει στα βάθη του φιλμ, θα μπορούσε να παραδεχτεί κανείς ολόκληρη την ανθρωπιά της.  Θα μπορούσε να αποκαλύψει όλα τα μυστικά των φωτισμών, μονάχα με τα μέσα που προσφέρουν οι μετέωρες ζωγραφιές της.

Τελευταία λήψη
Όλοι οι δρόμοι έχουν πια αλλάξει θέση. Τα χρόνια κυλούν σαν πέτρες και μας στριμώχνουν. Λίγο ακόμη και θα μιλήσουμε, θα τα πούμε όλα. Ξεφτισμένες ομολογίες, δειλά παρακάλια και κλάματα. Έτσι δεν κερδίζεται τίποτε, τίποτε. Το πιο σταθερό πράγμα εκεί έξω είναι τα σπασμένα γυαλιά των πουλιών και τα παράξενα σχέδια γύρω από τις φλέβες της. Ανάβουν ένα ένα τα φώτα της πίστας. Ένας, δυο χορεύουν, έτσι χωρίς μουσική, απ΄έξω παρκάρουν οι επιτάφιοι, τιγκαρισμένοι λουλούδια και λαϊκά εγερτήρια.

Τώρα ούτε κορίτσι, ούτε τίποτε στο φιλμ. Μονάχα τα όργανα που παίζουν μανιασμένα, κλίμακες λησμονημένες, σκληρές μουσικές στα πέριξ του μουσείου. Κάποιοι γυρεύουν από την ζωή λίγο έρωτα, την πιάνουν, την τραβολογάνε, χουφτώνουν τα λαγόνια της και γελούνε. Της πουλάνε ηρωίνη και την αποκοιμίζουν για πάντα. Τίποτε από αυτά δεν περιλαμβάνεται στην σκηνογραφία. Μήτε η μυρωδιά του δρόμου που πέρασε και πάει. Μήτε οι ποινικοί στις πτέρυγές τους που τους κόβει τα πρόσωπα το κιγκλίδωμα.

Το μόνο που απομένει είναι η εκείνη η παραγγελιά που δεν την χόρεψες ποτέ. Σαράντα χρόνια, πούρος, ανθρώπινος εξετευλισμός, μια νύφη στο εδώλιο με κάτασπρο πρόσωπο, σαν είδωλο παλιό. Και πίσω οι μπουφέδες φορτωμένοι δύναμη, ηρωισμό, καταστροφές, κυκλώνες, ειδύλλια ,χαμόγελα πικρά και μεταπολιτεύσεις. Θα περιμένω όσο χρειαστεί. Ώσπου να το χορέψεις το τραγούδι σου και ώσπου να φανείς κατακόκκινος καρκίνος επάνω στην μεγάλη έγνοια της ζωής.

Το φιλμ σταματά. Τώρα μαζεύουν τα μηχανήματα, όλοι τους αφανίζονται στην ευθεία της Αγίου Μελετίου. Όλοι οι δρόμοι τώρα Κατερίνα έχουν αλλάξει πια θέση. Και κανείς δεν θα σε αναγνωρίσει, να μην φοβάσαι, έτσι όπως τριγυρνάς ανάμεσα σε λαθρεμπόρια και χαμένες τάξεις. Μεταμορφώθηκες σε πρόζα και πήρες επάνω σου όλη την βρώμικη δουλειά. Προσωπογραφίες, στρατώνες, κομματικές επιτροπές , ανοιχτούς λογαριασμούς. Σε ευχαριστούμε και σε αγαπάμε για αυτό. Εσύ, βλέπεις δεν είχες τρικ γοητείας, δεν είχες τεχνάσματα. Μπερδεύτηκες μες στα ωροσκόπια του καιρού σου, νύχτα της Γεσθημανής, σκιές και φόβοι.

Και όμως, θα έρθει καιρός Κατερίνα και οι λέξεις θα πάρουν ξανά σημασία από τους δρόμους και τις δεκαετίες. Η ζωή θα μαλακώσει Κατερίνα και αγκαλιές ελπίδες θα ξυπνούν μέσα από τα χέρια μας. Στα διαλείμματα του ανέμου θα φτάνουν οι φωνές μας που καίγονται και γλεντούν κάτω από τα φώτα. Όλα μας τα χρονικά θα στηρίζονται πια σε μαρτυρίες και οι νύχτες δεν θα ριζώνουν στους διαδρόμους, τρέμοντας το σκοτάδι, με πνιγμένα κλάματα και βλέμματα μοιραία.

Σήκω να χορέψεις Κατερίνα, στάσου κάπου και περίμενε. Ξέρω πως ο καιρός μας παραχωρεί όλη την προτεραιότητα στα φτηνοπράγματα. Όμως εσύ ειδοποιημένη, θες από το προαίσθημα, θες από την ίδια την ανάγκη, το έσκασες από τον χρόνο. Είσαι η ατροπίνη Κατερίνα που μας κρατάει ζωντανούς τις νύχτες, είσαι μια Μπιάνκα και πώς να μιλήσω για σένα και την ομορφιά σου;

Στα ηχεία παίζουν τα έγχορδα και οι απορίες. Το μαγαζί το έκλεισαν ξανά. Άλλες φίρμες φάνηκαν, όλα τα παλαιότερα έσπασαν πια. Τα καινούρια μας μυθιστορήματα περιέχουν χαρακτήρες που σου μοιάζουν Κατερίνα.

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→