Έργο στην αυγουστιάτικη σκηνή της πόλης
με έκδηλη την αγωνία
[Σκηνικό αδειανής πλατείας μες στην καρδιά του Αυγούστου. Από κάπου φθάνει μια μουσική, κάτι λίγα αυτοκίνητα διασχίζουν την έρημη λεωφόρο. Βαθιά μες στην αστική βλάστηση που πνίγει την πλατεία ο ήρωας καπνίζει και γελά μονάχος του, σαν τους ευαίσθητους τρελούς αυτού του κόσμου. Κάθε τόσο βγάζει ένα χαρτί και διαβάζει δυνατά, σαν εκείνη η μικρή πλατεία να είναι ένα θέατρο με ακροβολισμένους θεατές. Θειάφι και χρυσόσκονη τριγύρω και αρκετή σιωπή, από εκείνο το είδος που φύεται στην πόλη τις πιο σκληρές μέρες του Αυγούστου. Κάθε τόσο ο ήρωας χάνει το κέφι του, κλαίει λυγμικά και ονειρεύεται πως η αποψινή νύχτα συνιστά απομεινάρι ενός κακού εφιάλτη. Διαβάζει στο χαρτί, κάνοντας την ίδια ώρα κινήσεις σαν να διώχνει τον χρόνο που πετά τριγύρω με άγριες διαθέσεις.]
Ήρωας: [σηκώνεται από την θέση του και διαβάζει σαν να απευθύνεται σε κάποιο φανταστικό ακροατήριο] Σε περίπτωση αποριών ή διευκρινίσεων παρακαλώ απευθυνθείτε στον ιατρό σας. Μα τέτοια ώρα; Δεν θα το λογάριαζε κανείς για απρέπεια αν έπρεπε τέτοια ώρα να γυρέψει κανείς τις απαραίτητες διευκρινίσεις; Φαντάζομαι πως δεν θα μπορούσατε να μου απαντήσετε. Μα όπως και να το δεις, είναι μια ένδειξη εξαιρετικής αγένειας αν κανείς γυρέψει απαντήσεις μες στο χάραμα. Ωσστσο, οφείλει κανείς να γνωρίζει, καμιά νύχτα δεν περνά δίχως σιγουριά, έτσι δεν είναι;
[Για μια στιγμή παγώνει και έπειτα ορμά στην αδειανή λεωφόρο που αγριεύει. Άραγε να πλησιάζουν καταιγίδες, άραγε να μας προσμένουν κάπου τα πιο ακριβά μας λάθη; Είναι πολλές οι απαντήσεις για να τις ζητήσεις κανείς μες στην νύχτα και ο ήρωας ορμά στους άδειους δρόμους. Συναντά κάποιον άλλον μοναχικό, σταματά και τον ρωτά.]
Ήρωας: [τον αρπάζει από το χέρι, ο άλλος τον αγκαλιάζει και του χαμογελά. Βγάζει και του χαρίζει ένα παλιό τσιγάρο.] Πες μου, θα ήταν εξαιρετικά απρεπές αν ζητούσα τέτοια ώρα απαντήσεις; Οι ιατροί λένε, τις νύχτες κοιμούνται για να μπορούν να παλεύουν με τον εχθρό τα άγρια πρωινά. Πες μου, θα ήταν λάθος ;
Μοναχικός Άνδρας: Ίσως είναι κάπως αργά, φίλε. Και άλλωστε τι τον νοιάζουν τον κάθε ιατρό οι μικρές ατέλειες του Θεού; Συνέχισε τον δρόμο σου και άρπαξε τις απαντήσεις που γυρεύεις.
[Ο ήρωας αγκαλιάζει τον μοναχικό άνδρα και ορμά ξανά στον δρόμο. Τον φέγγουν οι ρεκλάμες που παλεύουν να μείνουν αναμμένες. Κάθε τόσο σταματά εμπρός από τις φωτισμένες βιτρίνες και μετρά την φθορά του εαυτού του.]
Ήρωας: Θα χτυπήσεις αποφασιστικά το κουδούνι της εξώπορτας. Δεν θα διστάσεις ούτε ακόμη και όταν θα ακούσεις την θυμωμένη, ξάγρυπνη χροιά του ιατρού. Θα ουρλιάξεις στα μεγάφωνα, θα ουρλιάξεις γυρεύοντας απαντήσεις, απαντήσεις, απαντήσεις. Για τον Θεό, πρέπει να μου πείτε με ακρίβεια, αν πρέπει να φοβάμαι, αν αυτό είναι το τέλος, αν αυτή η μυρωδιά που μου καίει τα ρουθούνια είναι η μυρωδιά του θανάτου. Πρέπει να μου πείτε! Ξέρω πως είναι αργά, μα σκεφτείτε το ίδιο είπε και ο ποιητής όταν αντίκρισε αυτόν εδώ τον κόσμο. Δεν σας ζητάω τίποτε περισσότερο από μια διευκρίνιση. Φανταστείτε, πως έφθασα ως εδώ μόνο και μόνο για να μάθω. Όχι, όχι! Μην κλείνετε, μην με αποπαίρνετε. Ξέρετε, όταν γεννήθηκα μου δώσανε και ήπια ιώδιο. Λίγα θυμάμαι μα στα χρόνια που ήρθανε, κάποιος μου έλεγε αδιάκοπα, βαρύς ο κόσμος να τον νιώσεις, βαρύς ο κόσμος. Έπειτα με σκέπαζαν με χωμάτινα σεντόνια, μου έλεγαν τραγούδια της Αριάδνης που χάνει επιτέλους τον δρόμο της, ένας επίμονος πυρετός ζούσε μαζί μου σε εκείνο το σπίτι, καταχωνιασμένος μες στα ντουλάπια, στο βάθος της σερβάντας με τα υαλικά και τα άλλα πράγματα της μνήμης. Όχι, οι νύχτες δεν φάνταζαν ερεθιστικές, οι νύχτες κόστιζαν πολλά και έπεφταν με το βάρος των κλαδιών πάνω στο πρόσωπό μου. Όχι, όχι αυτά δεν ήταν μαχαίρια που έφεγγαν στο σκοτάδι, ήταν τα μάτια σου που μου τραγουδούσαν το ψέμμα. Αυτός στο βάθος της βιτρίνας μπορεί να κατορθώσει τα πάντα, αν το θελήσει.
[Και ο ήρωας τραβά τον δρόμο του, σκαρώνοντας πρόχειρους μονολόγοιυς για την στιγμή που ο ιατρός απαντήσει. «Μια μονάχα ερώτηση, ιατρέ, καταλαβαίνω πως τέτοια ώρα κοιμάστε ιατρέ, εγώ όμως νομίζω, νομίζω πως πεθαίνω . Και είναι σκαριά ιατρέ, ράτσες που δεν αντέχουν να τα βάλουν με την ιδέα του θανάτου και όλο τριγυρνάνε στην πόλη μες στα χαμένα, μια ανεπίδοτη αλληλογραφία σκορπισμένη σε πεζοδρόμια, πλατείες και κλειστά καφενεία. Τώρα ξέρετε γιατί έφθασα ως εδώ. Μα λυπηθείτε με, μια κουβέντα σας μόνο, κάτι για τον δρόμο, η πόλη γκρεμίζεται, το τρέμουλο στην φωνή σας μου επαληθεύει τους χειρότερους φόβους μου. Λοιπόν, τι λέτε;»]
Επομενη σκηνή ο ήρωας γκρεμίζει την βιτρίνα κάποιου μαγαζιού. Ο ήρωας κάποτε ηρεμεί, κοιτάζει τριγύρω τα συντρίμμια της τρέλας του. Κάπου εκεί ανάμεσα, ένας σταυρός. Ο ήρωας τον στήνει εμπρός του, βγάζει ένα τσιγάρο. Ανάβει το σπίρτο του πάνω στον σταυρό, μια αχυρένια κούκλα στέκει και τον κοιτάζει. Η καρδιά του κλαίει σαν μωρό, όλοι οι τρελοί του φεγγαριού μαζεύονται από τα καταφύγια. Η γυναίκα τον ρωτά.]
Γυναίκα: [πλησιάζει κάπως φοβισμένη και εξόχως ερωτική. Μα πώς αλλιώς άλλωστε;] Μήπως έχεις φωτιά;
Ήρωας: Ναι, πώς. Αλήθεια, τι πιστεύετε; Θα μπορούσα να μάθω τέτοια ώρα την γνώμη που γυρεύω; Ξέρετε, από στιγμή σε στιγμή πεθαίνω μα χρειάζομαι απαντήσεις.
Γυναίκα: Όπως;
Ήρωας: Όπως, αν αξίζει να το παλέψω ή πρέπει να θεωρώ τον εαυτό μου πνιγμένο κιόλας στα σιφόνια της εποχής;
Γυναίκα: Να πως την αλήθεια, τέτοια ώρα όλοι οι ιατροί του κόσμου θα έχουν αποκοιμηθεί.
[Ο ήρωας βάζει τα κλάμματα, το κορίτσι φεύγει σφυρίζοντας τρυφερά και άρυθμα.]
Ήρωας: [κάνει ένα βήμα στην αδειανή λεωφόρο με κάτι νυσταγμένα φώτα που όλο πλησιάζουν.] Εμπρός, λοιπόν, πέταξε σκέψη, εμπρός καρδιά!
[Η στριγγλιά των φρένων, ένας θόρυβος και έπειτα η πόλη που αλλάζει πλευρό και αποκοιμιέται πιο πεισμωμένη από ποτέ. Τέλος.]
✳︎
©Απόστολος Θηβαίος
φωτο: Στράτος Φουντούλης
διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.