Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου, Saint Lucia των ποιητών, του Derek Alton Walcott

Αρχείο 21/03/2017

Η Αγία Λουκία κάθε νύχτα ανεξαιρέτως, σεργιανάει τους δρόμους μιας παλιάς πολιτείας. Πόσοι παράλληλοι κόβονται πάνω στο σώμα του παλιού δρόμου. Η μοναξιά της μετριέται με ναυτικά μίλια, μ΄όργανα που ποτέ δεν λαθεύουν. Στην αγκαλιά της κοιμούνται γυμνά ένα σωρό παιδιά. Πλάι στους ωκεανούς βρέχει τον περίγυρο του φουστανιού της, έτσι που θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως κάποτε, μια γυναίκα πλανήθηκε στις ακτές, μετέωρη, μια νεότατη Περσεφόνη, ένα φέγγος για τη ζωή μας ανεπίληπτο.

Πλάι στ΄όνομά της γέρνουν οι προσευχές, τα θυμιατά και κάτι λίγα ποιήματα. Στίχοι που εκπέμπονται από σταθμούς πρωτοφανέρωτους, από ποιητές που έζησαν και δοκίμασαν τη μοναξιά ενός θεσπέσιου καλοκαιριού. Οι δυτικές Ινδίες μοιάζουν μ΄εκείνο τ΄όνειρο που δεν είναι όνειρο. Μοιάζουν μ΄εκείνο που είναι μια απρόσμενη μεταμόρφωση μες στη φωτιά του απογεύματος όταν στις μεγάλες Αντίλλες η μέρα πεθαίνει.

Γίνε βράχος, σημείο αναφοράς, κέλυφος του έρωτά μου για  τον κόσμο και το θαυμαστό τούτης της πραγματικότητας. Η αγία αργά έλαβε την αιωνιότητα, έγινε υδρία, μια χαμένη ευκαιρία να λάμψουν ξανά οι ζωές μας μες στα ποιήματα, μες στα ποιήματα.

 

[1]Καλοκαίρια των στίχων και της ανθισμένης λεμονιάς,
της γυμνότητας και των σβησμένων λέξεων,
της αιώνιας αργίας στ΄όνομα μιας φανταστικής επιστροφής,
των πιο σπάνιων φλάουτων και των γυμνών ποδιών σου
στ΄αυγουστιάτικα δωμάτια, πάνω σε τσαλακωμένα σεντόνια
μια Κυριακή πλάι στη θάλασσα και ήχοι από βιολιά που χαθήκατε.

Όταν αγγίζω τη σκόνη ενός καλοκαιριού,
μες στα δυο μου χέρια ξεσηκώνονται τ΄ανεμόφωνα και οι υγρασίες
και όπως κυρριεύουν τη σκόνη του καιρού και τα χέρια μου,
οι σκιές μ΄εγκαταλείπουν.

Είναι μια μουσική πάντα στην αρχή και το τέλος,
Italia mia, που σφραγίζει τούτη εδώ την οδό Bleecker,
τα ciao, κάποιου Antonio και ο νερένιος ουρανός
με τα ρεύματα των λέξεων και τα παιδιά που
βρέχουν τα ρόδα.

Σκόνη στις αισθήσεις και η μυρωδιά των νερών
γκαστρωμένοι δρόμοι που δεν οδηγούν σε καμιά ακτή
και νησιά και ανθισμένες λεμονιές.

Ο ποταμός που ανάβει σαν θάλασσα.
Και εσύ που απεκδύεσαι κάθε σου περιβολής
μες στην θέρμη του καλοκαιριού,
Θα γλεντήσω και θα στεγνώσω
τ΄αρχαϊκό σου σώμα.
Μόνο αν ερχόσουν.

Και σαν άλλη αγαπημένη, όπως μια  νύμφη σκοτεινή της Αβύδου που κρατά απ΄το χέρι της το πιο τρυφερό μας αίσθημα και σαν μια άλλη φαντασίωση, εκεί στην καρδιά και τον όλεθρο ενός ναυαγίου, χαράζεται το πρόσωπο του ποιητή μες στα νερά και ανοίγει ένα παράθυρο μες στις σκιές. Ένας δρόμος προς το καλύτερο, ένας δρόμος προς την αγάπη. Η αγία Λουκία ανάβει και σβήνει μες στον άνεμο και έχει μάτια σφαγεία, κατακόκκινα απ΄τον πιο τρυφερό καπνό όπως υψώνεται πάνω από κοινοπολιτείες και αρχιπέλαγα.

Ο Ντέρεκ γονάτισε εμπρός στ΄ομοίωμα της αγίας. Προσκύνησε και χάθηκε όπως οι θόρυβοι στο βάθος ενός δρόμου. Χάθηκε αφήνοντας εκείνο το συναίσθημα που χρειάζεται ο κόσμος για ν΄ανανεωθεί.


[1]     “Bleecker Street, Summ”, Derek Alton Walcott

©Απόστολος Θηβαίος

vintage_under2

Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε