Στην Γενεύη
Οι δρόμοι μας
Χώρισαν.
Σε χίλια χρόνια
Μου είπες,
Σε χίλια χρόνια
ΟΙ ΦΙΛΕΣ ΜΟΥ
Σκηνή από ένα έργο.
Που δεν σώζεται
Έξω βρέχει. Ένας άνδρας μπαίνει μες στην σκηνή. Το αλλοτινό μαγαζί τώρα λιγοστεύει, σαν ζωγραφιά.)
ΑΝΔΡΑΣ – Βρέχει πέντε μέρες τώρα. Όλες οι γειτονιές είναι πνιγμένες στην λάσπη. Παλιόκαιρος! (ρίχνει μια ματιά τριγύρω, τα φώτα του μαγαζιού αναβοσβήνουν, όλα παλιώνουν γοργά.) Τι σωπαίνετε μωρέ;
ΓΥΝΑΙΚΑ – (καθισμένη στην σκάλα που οδηγεί στο πατάρι. Κάθεται στα πόδια του οργανοπαίχτη. Οι δυο τους κάνουnε μια ζωγραφιά.) Η ψυχή μου, κάτι με έπιασε, είναι μολύβι η νύχτα.
ΑΝΔΡΑΣ – (πλησιάζει και γελά) Άκου να σου πω, εδώ είναι μαγαζί, άκουσες; Εδώ έρχονται κορίτσι μου τα πιο γερά πορτοφόλια, οι έμποροι, τα καλά παιδιά. Εδώ είναι δουλειά Κατερίνα, δουλειά! (την αρπάζει από τους ώμους, γελά και την αφήνει. Το κορίτσι ξέπνοα μιλά, κοιτώντας το κενό.)
ΓΥΝΑΙΚΑ – Όλο λένε ότι πήραν τις πόλεις και πως έρχονται για να μας κάψουν, (μαζεμένη στον εαυτό της). Με μπεζίνες, κάτι αμούστακα παιδιά που δεν λογαριάζουν θεό.
ΑΝΔΡΑΣ – Αν φερθούμε έξυπνα, όλα θα πάνε καλά. Αυτοί ξέρεις τι γυρεύουν; Ανθρώπους για παράξενα θελήματα, καταλαβαίνεις; Και εμείς, θα τραγουδήσουμε για χάρη τους, έτσι κορίτσι μου; (την αρπάζει από τα μαλλιά, διακριτικά)
ΓΥΝΑΙΚΑ – Με πονάς.
ΑΝΔΡΑΣ – Εμείς θα χορεύουμε όταν μας λένε, θα κάνουμε έρωτα όταν εκείνοι το λένε, θα πεθαίνουμε στον δρόμο άμα το θελήσουνε εκείνοι, μόνο εκείνοι. Έτσι το θέλει η ιστορία μωρό μου, ε;
ΓΥΝΑΙΚΑ – (γλυκά, σαν να ζητά την επιβεβαίωση, αδύναμη, ανασφαλής, σαν πιάνο λεπτό, ευαίσθητο φτιαγμένο τότε στην Οδησσό) Και τα τραγούδια μας θα τ΄αγαπήσουνε, έτσι δεν είναι; Θα μας ζητούν και ποτέ ξανά δεν θα αρνηθούν τους εαυτούς μας. Πες μου.
ΑΝΔΡΑΣ – Μαζέψου, έλα, ορίστε τα κομμάτια σου, κοίτα, δες, εδώ είναι μαγαζί. (την περιφρονεί) Ανοίγουμε απόψε στις εννέα, να είσαι καλή, φρόνιμη, να παίξεις τον ρόλο σου όπως σου έμαθα, να φοβάσαι κάπως, ναι;
ΓΥΝΑΙΚΑ – Μονάχα, να τραγουδώ, όταν είμαι στο πάλκο ξεχνώ κάπως,(τα χέρια της τρέμουν).
ΑΝΔΡΑΣ – Έλα, παίξε ένα τραγουδάκι, έλα να σε ακούσω, πώς μεγάλωσε το κορίτσι μου, πώς λέγεται το νερό, το σχοινί στην γλώσσα σου, τραγούδα! Τραγούδα!
(Η γυναίκα λέει μερικά τραγούδια της εποχής του μεσοπολέμου.Ο άνδρας γελά και πίνει).
ΓΥΝΑΙΚΑ – Όλο ακούω βήματα
ΑΝΔΡΑΣ – (πάνω στην φωνή της) Είναι η βροχή, μην νοιάζεσαι
ΓΥΝΑΙΚΑ – Περνούν, κάτι λένε, μου σπαράζουν την καρδιά, (τον κοιτάζει φοβάμαι) Ως αύριο θα έχουν φτάσει στα μέρη μας, θα ζητήσουν να πιουν στο μαγαζί, εγώ να τραγουδώ θέλω μα οι φωνές και τα βήματά τους κάτι έχουν από αρπαχτικό, όπως σου είπα (αμήχανη)
ΑΝΔΡΑΣ – Εδώ είναι μαγαζί, μπορείς να κάνεις καριέρα, να αποκτήσεις ένα κάποιο όνομα, γνωρίζω οι συγκυρίες δεν στάθηκαν καλές, μα κάπως έτσι αγριεύουν πάντα οι καιροί.
ΓΥΝΑΙΚΑ – Δεν τους ακούς;
ΑΝΔΡΑΣ – Η βροχή είναι, η βροχή. Που έχει πνίξει στην λάσπη τις γειτονιές πίσω από τον λόφο.
ΓΥΝΑΙΚΑ – Θα κάνω ότι μου πεις, μα πρώτα άφησέ τους να φύγουν (θυμωμένη τον πλησιάζει, εκείνος σαν να νικιέται επιστρέφει στο τραπέζι του. Και εκείνη, στην πιο απρόσμενη σκηνή, τον λυπάται, λυπάται τον εαυτό της και πλησιάζει χορεύοντας όλο και πιο ξεκάθαρα. Εκείνος την κοιτάζει με λαγνεία και απορία. Τα φώτα χαμηλώνουν. Έσταξαν καρδιές.)
ΑΝΔΡΑΣ – Άμα θέλεις εσύ (και την κοιτάζει λαίμαργα) Θα πας μπροστά εσύ, συλλογίσου φορέματα, σαμπάνια, γυαλισμένα μοκασίνια από το χαμίνι του σταθμού, να σε χειροκροτούν διψασμένοι για μια ωραία ύπαρξη, άκουσα να λένε πως η φωνή σου διαθέτει σπάνια χαρίσματα, μα για την ομορφιά σου δεν γνώριζα και πόσο λυπάμαι (όλα τα λέει με μια ανάσα)
ΓΥΝΑΙΚΑ – (το βλέμμα της για μια στιγμή στο κενό, σαν κάτι να έλαμψε ξαφνικό και απροσδόκητο) Γιατί δεν φάνηκαν στην πόρτα μας; Γιατί όχι σε μας; Όλη την νύχτα ακούγονται σκοτωμοί, οι φιλενάδες μου ίσως χαθήκανε για πάντα, γιατί δεν χτυπούν σε εμάς, ποιο σημάδι έχουμε, (τον κοιτάζει και χορεύει θυμωμένη, τώρα αλλιώτικη), τα χαρτιά σας, έγγραφα των χορευτών, ξεχωριστά , όλοι στον τοίχο, τα ονόματά σας, όλα με κραυγές, σαν να δίνουν παραγγέλματα, μωρό μου γιατί δεν χτυπούν την πόρτα μας, γιατί δεν μας ρωτούν; (με ένα μαχαίρι τον χτυπά, τον χτυπά, διαλύεται, το χτένισμά της θε μου, όλα θα γίνουν κομμάτια. Όλα πνίγονται στο φως. Τέτοια σκηνή ποτέ, μέσα από το κάδρο ένα κορίτσι τρέχει, τρέχει, τρέχει.)
ΑΝΔΡΑΣ – (με δυσκολία) Εδώ πρόκειται για την ζωή σου, το μαγαζί αυτό είναι η ζωή σου, ο χειμώνας θα σε νικήσει και τότε θα μετανιώσεις
ΓΥΝΑΙΚΑ – Θα χρειαστείς μονάχα δύο νομίσματα στα μάτια και το παλιό σου θάρρος. Τα υπόλοιπα θα γίνουν θησαυρός. Και ειρηνικά θα μάθεις το παλιό τραγουδάκι καλέ μου. (άλλη μια φορά τον χτυπά. Και κλαίει.)
(Το κορίτσι τραγουδά, πιο περήφανο από ποτέ. Οι στρατιώτες μπαίνουν, σκοτάδι στην σκηνή και ήχοι πολυβόλου μες στο σκοτάδι. Φωνές και γέλια ύστερα δίχως τίποτε στην σκηνή. Από μια ευτυχισμένη εποχή.)
*
©Απόστολος Θηβαίος
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.